ΔΗΛΩΣΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ

Η Δήλωση αδυναμίας συναίνεσης, είναι απαραίτητο να κατατεθεί στις αρμόδιες αρχές, προς ενημέρωση της Πολιτείας για το λόγο μη πληρωμής οφειλών που προκύπτουν από αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων, όπως το χαράτσι της ΔΕΗ, το τέλος επιτηδεύματος, τα τέλη κυκλοφορίας, τα τέλη πολυτελείας, οι έκτακτες εισφορές, χρεώσεις από δήθεν αντικειμενικά κριτήρια κλπ. Όταν ο λόγος μη εκτέλεσης ενός νόμου είναι η αδυναμία συναίνεσης λόγω της αντισυνταγματικότητάς του και όχι η υπεκφυγή ή η άρνηση εκτέλεσής του για λόγο ιδιοτελή και όταν αυτό δηλώνεται επίσημα στις αρμόδιες αρχές με αίτημα απάντησης, η Πολιτεία οφείλει να μας καλέσει σε ακρόαση και να απαντήσει αιτιολογημένα στις επιφυλάξεις μας. Αν δεν το πράξει, οι ποινές που ενδεχομένως θα μας επιβάλλει θα ακυρωθούν στο διοικητικό δικαστήριο. Επίσης παίζει μεγάλο ρόλο για τους δικαστές, το κίνητρο της πράξης μας και η υπαιτιότητα. Με την παρακάτω δήλωση τεκμηριώνεται, ότι τα κίνητρά μας είναι αγνά, προκύπτουν από θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, ενώ η υπαιτιότητα ανήκει στο Κράτος. 

Επειδή τα κείμενα αυτά δεν είναι γραμμένα από νομικό, η εξέτασή τους από κάποιους νομικούς προτείνεται. Επίσης γνωστοποιείται ότι η ανάρτησή τους στο διαδίκτυο, γίνεται με στόχο τη συζήτηση και όχι την προτροπή σε εκτέλεση συγκεκριμένων πράξεων δίχως να προηγηθεί διάλογος και ανταλλαγή απόψεων εκ των οποίων προκύπτουν ωριμότερες συλλογικές προτάσεις. 


ΑΙΤΗΣΗ - ΑΝΑΦΟΡΑ
(16 υπογεγραμμένων σελίδων)

Του ΑΛΚΑΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ
Κατοίκου Κατερίνης
Α.Δ.Τ. ΑΒ ……..  /Α.Τ. Κατερίνης
Οδός………………., Τ.Κ. 60100
Τηλ. ……………. &
Με ΑΦΜ ……………..
 Δ.Ο.Υ. Κατερίνης

Ημερομ.…. ……………….. 2013


ΠΡΟΣ


Τον Προϊστάμενο Εφορίας…

……………………………….
-       


ΔΗΛΩΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΝΟΜΩΝ.

ΘΕΜΑΤΑ:
1.      Αίτηση προηγούμενης ακρόασης
2.      Αίτηση αναγνώρισης της μη πληρωμής του ποσού των …..    ευρώ (που αντιστοιχεί  π.χ. στο ΕΕΤΗΕ ή στο τέλος επιτηδεύματος κλπ.) , ως πράξης «οικονομικής αδυναμίας λόγω μειωμένης φοροδοτικής ικανότητας και ως πράξης αδυναμίας συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων».  
3.      Αιτιολόγηση του αιτήματος.
             α) ως προς το είδος της εν λόγω παράβασης  
             β) ως προς την υπαιτιότητα
3.   Η αναγκαιότητα τήρησης του Συντάγματος από την εξουσία. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών που απορρέουν σε περίπτωση επιχείρησης κατάλυσής του με τη βία.
4.  Η Δήλωση Αδυναμίας Συναίνεσης.



Κύριε Προϊστάμενε

Βάσει του άρθρου 10 του Συντάγματος και του άρθρου 4 του Κώδικα Διοικητικής διαδικασίας, σας καταθέτω την παρακάτω αίτηση-δήλωση, που αφορά προσωπική μου υπόθεση και αναπτύσσεται ως εξής:  

1. ΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ

Σε περίπτωση που προτίθεσθε να προβείτε σε οποιαδήποτε διοικητική ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων μου,  που αφορά τη μη πληρωμή ………………. (π.χ. ΕΕΤΗΔΕ, τέλους επιτηδεύματος, τελών κυκλοφορίας κλπ…), ζητώ να κληθώ σε προηγούμενη ακρόαση, βάσει του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος που ορίζει ότι: «To δικαίωμα της πρoηγoύμενης ακρόασης τoυ ενδιαφερoμένoυ ισχύει και για κάθε διoικητική ενέργεια ή μέτρo πoυ λαμβάνεται σε βάρoς των δικαιωμάτων ή συμφερόντων τoυ.»
και του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής διαδικασίας που ορίζει ότι:
1. Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα.
2. Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Η τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας, καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων του ενδιαφερομένου, πρέπει να προκύπτουν από την αιτιολογία της διοικητικής πράξης. Το υιοθετούμενο μέτρο πρέπει να λαμβάνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την ακρόαση του ενδιαφερομένου.
3. Αν η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου είναι αναγκαία για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, είναι, κατ' εξαίρεση, δυνατή η, χωρίς προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου, ρύθμιση. Αν η κατάσταση που ρυθμίστηκε είναι δυνατόν να μεταβληθεί, η διοικητική αρχή, μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών, καλεί τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, οπότε και προβαίνει σε τυχόν νέα ρύθμιση. Αν η πιο πάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, το μέτρο παύει αυτοδικαίως, και χωρίς άλλη ενέργεια, να ισχύει.
4. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητική πράξη διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής.


2. ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΜΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΩΝ …….. .. ΕΥΡΩ (που αντιστοιχεί  π.χ. στο ΕΕΤΗΕ ή στο τέλος επιτηδεύματος κλπ.) , ΩΣ ΠΡΑΞΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΩΣ ΠΡΑΞΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΝΟΜΩΝ.

Η δήλωση αυτή κατατίθεται από μέρους μου στην υπηρεσία σας ως ενημερωτική αναφορά που πρέπει να λάβετε υπόψη σας πριν τη κλήση μου σε προηγούμενη ακρόαση και πριν τον προσδιορισμό του αντικειμένου του μέτρου ή της ενέργειας που προτίθεσθε να λάβετε εις βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων μου. Ζητώ λοιπόν να λάβετε υπόψη:
α) την οικονομικής αδυναμία στην οποία έχω περιέλθει λόγω μείωσης του εισοδήματός μου εξ’ αιτίας της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής λιτότητας που επιβάλλει η κυβέρνηση, μιας αδυναμίας που έχει μειώσει σε βαθμό οριακό τη φοροδοτική μου ικανότητα.
β) την αδυναμία μου να συναινώ σε διατάξεις νόμων και υπουργικές αποφάσεις προδήλως αντισυνταγματικές,. Μιας αδυναμίας καθ’ όλα νόμιμης βάσει των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα. Μιας αδυναμίας που ως στάση ζωής εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αφού λειτουργεί προστατευτικά προς το Δημοκρατικό μας Πολίτευμα και την έννομη τάξη την οριζόμενη από το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό.

Ζητώ κατά συνέπεια και σύμφωνα με την αιτιολογία που ακολουθεί, η πράξη μου να χαρακτηριστεί ως  «αδυναμία συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων» και όχι ως «παράλειψη πληρωμής», ή «υπεκφυγή πληρωμής». Αν, απορρίπτοντας την αίτησή μου, χαρακτηρίσετε την πράξη μου παράλειψη ή υπεκφυγή πληρωμής, ζητώ να τονιστεί ότι η πράξη αυτή  προέκυψε ως παρεπόμενο αποτέλεσμα της κύριας πράξης μου που είναι (σύμφωνα με την παρούσα δήλωση) η αδυναμία συναίνεσης. Κατά συνέπεια, ζητώ να προβείτε στα προβλεπόμενα από το νόμο μέτρα, ή ενέργειες που αφορούν την πράξη αδυναμίας συναίνεσης, όπως αυτή ορίζεται στην παρακάτω ενημερωτική δήλωση, και όχι την πράξη της παράλειψης πληρωμής. Διότι η μη πληρωμή, ως προκύπτουσα από την πράξη αδυναμίας συναίνεσης και όχι ως πράξη καθ’ εαυτή, θεωρώ δίκαιο να κριθεί αφού προηγουμένως κριθεί η νομιμότητα της πράξης της οριζόμενης ως «αδυναμία συναίνεσης». Αν η αδυναμία συναίνεσης στην εκτέλεση αντισυνταγματικών διατάξεων νόμων είναι παράνομη, τότε παράνομη θα είναι και η μη εκτέλεση του αντισυνταγματικού νόμου (στην προκειμένη περίπτωση η μη πληρωμή) αν όμως η κύρια πράξη (της μη συναίνεσης) κριθεί ως νόμιμη τότε λογικά, θα πρέπει να θεωρηθεί νόμιμο και το παρεπόμενο αποτέλεσμα της μη πληρωμής.

Επίσης ζητώ να ληφθεί υπόψη, κατόπιν της παρούσας αίτησης και δήλωσής μου, ότι η αδυναμία συναίνεσης δεν προκύπτει από δική μου υπαιτιότητα αλλά από υπαιτιότητα του Κράτους που δια των αντισυνταγματικών απαιτήσεων, καταλύει την έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, εκ της οποίας προκύπτει η υποχρέωση εκτέλεσης όλων των νόμων.

Καθώς η παρούσα δήλωση κατατίθεται ως ενημερωτική αναφορά, βάσει του άρθρου 10 του Συντάγματος, εκ του οποίου προκύπτει ότι «καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα και να απαντούν αιτιολογημένα σε εκείνον που υπέβαλε την αναφορά», καθώς και ότι η αναφορά λειτουργεί και ως αίτηση, στην περίπτωση που αδυνατείτε να κάνετε δεκτό το αίτημά μου, σας ζητώ να μου απαντήσετε αιτιολογημένα μέσα στη νόμιμη προθεσμία, λαμβάνοντας υπόψη τα κάτωθι νομικά επιχειρήματα εκ των οποίων κατά την άποψή μου προκύπτει η νομιμότητά του.   Επικουρικά με ένθετο κείμενο σας παρουσιάζω την νομοθεσία βάσει της οποίας δικαιούσθε και υποχρεούστε να μην προβαίνετε σε μέτρα και ενέργειες για πράξεις αδυναμίας συναίνεσης σε εκτέλεση νόμων προδήλως αντισυνταγματικών.  Επίσης επισυνάπτω, δήλωση επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα διατάξεων των νόμων που ορίζουν ……………… (το ΕΕΤΗΔΕ, το τέλος επιτηδεύματος, τα τέλη κυκλοφορίας κλπ) την οποία θέλω να λάβετε υπόψη κατά την αιτιολόγηση της απάντησής σας. Διότι το κράτος μέσω της διοίκησης, οφείλει να μας πείθει για το γεγονός ότι οι οικονομικές του απαιτήσεις είναι συνταγματικές, δίκαιες και αναλογικές προς την φοροδοτική μας ικανότητα. Διότι οι νομοθέτες, πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι δίκαιοι, και να εξηγούν στη διοίκηση, η δε διοίκηση στους πολίτες, ότι οι νόμοι που επιβάλλουν είναι δίκαιοι. Σε περίπτωση αποφυγής αυτών των ερμηνειών, παρά τις αιτήσεις των πολιτών, εγείρονται υποψίες για άδικη συμπεριφορά της εξουσίας, υποψίες που δικαιολογούν την αδυναμία συναίνεσης.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

Προς αποφυγή του ενδεχομένου να υποπέσουμε σε νομική πλάνη, τόσο εγώ κατά την υποβολή του αιτήματος, όσο κι εσείς κατά τη σύνταξή της ενδεχόμενης διοικητικής πράξης και της απάντησής σας, προβαίνω σε μία κατά το δυνατόν πλήρη αιτιολόγηση της νομιμότητας του αιτήματός μου.

Α) ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΔΟΣ ΤΗΣ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ

Πριν ο αρμόδιος κρατικός λειτουργός βεβαιώσει παράβαση του νόμου, οφείλει να εξηγήσει στον υποτιθέμενο παραβάτη το είδος της παράβασης που διέπραξε, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του που απορρέουν από το σύνταγμα και τους νόμους, κατά τρόπο σαφή, ώστε να καταλείπονται αμφιβολίες. Στην περίπτωση λοιπόν που προκύψει αμφιβολία ως προς το είδος της παράβασης, εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι ο υποτιθέμενος παραβάτης δηλώνει πως το είδος της παράβασης είναι η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ από την οποία προκύπτει ως παρεπόμενο αποτέλεσμα η παράβαση συγκεκριμένου νόμου δίχως δική του υπαιτιότητα, ο κρατικός λειτουργός θα πρέπει να αναγνωρίσει το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης και το τεκμήριο της αθωότητας, μέχρι αποδείξεως της ενδεχόμενης ενοχής κατόπιν διοικητικής επίλυσης της διαφοράς.

Κατά συνέπεια, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, και κατόπιν της παρούσας δήλωσης αδυναμίας συναίνεσης, κάθε επιβολή μέτρου ή ενέργειας ή ποινής με τη μορφή προστίμου ή περιορισμού δικαιωμάτων, πριν αποσαφηνιστεί το είδος της υποτιθέμενης παράβασης, είναι παράνομη και αντισυνταγματική. Λαμβάνοντας δε υπόψη, ότι η παράλειψη ή υπεκφυγή πληρωμής οφειλών προς την εφορία, οδηγεί σύμφωνα με τον Κ.Ε.Δ.Ε. σε κατάσχεση περιουσίας και θεωρείται ποινικό αδίκημα, γίνεται κατανοητό ότι ο χαρακτηρισμός του είδους της παράβασης είναι υψίστης σημασίας και πρέπει να διέπεται από δίκαιη κρίση που λαμβάνει υπόψη όλα τα δεδομένα.  

Διότι, σύμφωνα με τον Π.Κ. άρθρο 1, «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πρίν από την τέλεσή τους.» Κατά συνέπεια, στην περίπτωση που η θεωρούμενη ως παράβαση πράξη, δηλώνεται από τον πράττοντα ως ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ, η επιβολή οιασδήποτε ποινής, θα πρέπει να εφαρμοσθεί μόνον κατόπιν αποδείξεως από την Πολιτεία, ότι το είδος της πράξης ήταν διαφορετικό, ή ότι υπάρχει νόμος που απαγορεύει την αδυναμία συναίνεσης, όπως αυτή ορίζεται με την παρούσα δήλωση.

Σύμφωνα με τον Π.Κ. άρθρο 14, παρ. 1. « Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο» Κατά συνέπεια για να στοιχειοθετηθεί αξιόποινη πράξη, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η αδυναμία συναίνεσης, όπως ορίζεται στην παρούσα δήλωση και οι επακόλουθες συνέπειές της αποτελούν πράξη άδικη, με την έννοια ότι από αυτήν αδικήθηκαν συγκεκριμένοι πολίτες ή το δημόσιο συμφέρον. Λαμβάνοντας υπόψη ότι: Σύμφωνα με τον Π.Κ. άρθρο 20 «ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο.»
Επειδή Σύμφωνα με το Σύνταγμα, άρθρο 120 παρ. 2&4 «2. O σεβασμός στo Σύνταγμα και τoυς νόμoυς πoυ συμφωνoύν με αυτό και η αφoσίωση στην Πατρίδα και τη Δημoκρατία απoτελoύν θεμελιώδη υπoχρέωση όλων των Eλλήνων.4. H τήρηση τoυ Συντάγματoς επαφίεται στoν πατριωτισμό των Eλλήνων, πoυ δικαιoύνται και υπoχρεoύνται να αντιστέκoνται με κάθε μέσo εναντίoν oπoιoυδήπoτε επιχειρεί να τo καταλύσει με τη βία.», γίνεται σαφές ότι η αδυναμία συναίνεσης όπως ορίζεται στην παρούσα δήλωση, αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος και εκπλήρωση καθήκοντος, που υπερισχύει των υπολοίπων καθηκόντων μας λόγω του ότι ορίζεται από το Σύνταγμα ως θεμελιώδης υποχρέωση. Κατά συνέπεια ο άδικος χαρακτήρας της αδυναμίας συναίνεσης αποκλείεται, και προφανώς αποκλείεται και ο άδικος χαρακτήρας των αποτελεσμάτων που απορρέουν από την δήλωση αδυναμίας συναίνεσης. Το προφανές του αποκλεισμού των αποτελεσμάτων προκύπτει από τα εξής:
Σύμφωνα με το άρθρο 22 του Π.Κ. «1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας» 2. Αμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτεθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις υπόλοιπες περιστάσεις.

Η παρούσα δήλωση αδυναμίας συναίνεσης, κατατίθεται στην Πολιτεία ως «πράξη» άμυνας, για να υπερασπισθώ τον εαυτό μου και τους συμπολίτες μου από την άδικη επίθεση του Κράτους που δια των αντισυνταγματικών νόμων και της εκτελεστικής εξουσίας στρέφεται εναντίον μας με στόχο τον περιορισμό των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων μας, την κατάλυση της Συνταγματικής δημοκρατίας, την υποδούλωσή μας στις αντισυνταγματικές θελήσεις της δια της βίας και τον υποβιβασμό των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται από τις βασικές διατάξεις του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η «πράξη» της αδυναμίας συναίνεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί άδικη. Πέραν τούτων το μέτρο της άμυνας διαθέτει μηδενικό βαθμό επικινδυνότητας, καθώς η αδυναμία συναίνεσης είναι εξ ορισμού μία «πράξη» παθητική, κατά κυριολεξία «μη πράξη» και η μόνη πρόθεση που μπορεί να της καταλογιστεί, είναι η πρόθεση μη δράσης, με απαίτηση να διατηρηθεί αμετάβλητη μία νομίμως υπάρχουσα κατάσταση. Η νομίμως υπάρχουσα κατάσταση είναι το δημοκρατικό μας πολίτευμα το οριζόμενο και προστατευόμενο από το Σύνταγμα.

Κατά συνέπεια η αδυναμία συναίνεσης σε εκτέλεση πράξεων που προκύπτουν από αντισυνταγματικές διατάξεις, είναι στην ουσία αδυναμία συναίνεσης σε κάθε πράξη που θα μπορούσε να μεταβάλλει την υπάρχουσα νόμιμη κατάσταση, του Δημοκρατικού Πολιτεύματος του οριζόμενου από το Σύνταγμα. Αν αυτή η πράξη επιφέρει ενδεχομένως κάποια αποτελέσματα που μπορούν να θεωρηθούν άδικα για μια μερίδα πολιτών ή ένα μέρος του δημοσίου συμφέροντος, το σύνολο της «πράξης» μη συναίνεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί άδικο, λόγω του γεγονότος πως τελείται σε κατάσταση άμυνας, με μέτρο που εξ’ ορισμού χαρακτηρίζεται από μηδενικό βαθμό επικινδυνότητας, παρ’ όλο που τα αποτελέσματά του, ενδέχεται να θεωρηθούν επιβλαβή. Ακόμη όμως και αν θεωρηθούν επιβλαβή για το δημόσιο συμφέρον, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι το μέτρο της επιλεγείσας άμυνας που στην ουσία της είναι «μη δράση», δεν είναι αναγκαίο, ή πως είναι ισχυρότερο από το είδος της βλάβης που επιχειρεί να μας προκαλέσει το κράτος παραβιάζοντας το Σύνταγμα και πλήθος δικαιωμάτων μας που απ’ αυτό απορρέουν, καθώς και από την ένταση της επίθεσης με την οποία το Κράτος απαιτεί την επιβολή της εν λόγω αδικίας.

Λαμβάνοντας υπόψη, τη δήλωση οικονομικής αδυναμίας, που θα αποδείξω με στοιχεία κατά την κλήση μου σε προηγούμενη ακρόαση, από την οποία προκύπτει δυσκολία αξιοπρεπούς διαβίωσης και περιορισμένη φοροδοτική ικανότητα, συμπεραίνουμε ότι η επίθεση του κράτους δια της απαίτησης φόρων πέραν της φοροδοτικής μας ικανότητας, είναι μια επίθεση προς τα Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται από το Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος, την Ευρωπαϊκή Συνθήκη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την τη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Είναι μια επίθεση στην αρχή της αναλογικότητας, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, επίθεση στο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, της συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, επίθεση στο δικαίωμα της υγείας κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 5 Σ. Είναι μια επίθεση στο άρθρο 7 παρ. 3 Σ, που ορίζει ότι «η γενική δήμευση απαγορεύεται» στις περιπτώσεις που η πρώτη κατοικία αποτελεί το σύνολο της περιουσίας, και λόγω αδυναμίας πληρωμής φόρων επιβάλλεται το μέτρο της κατάσχεσής της.  Είναι μια επίθεση στο άρθρο 8 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος», στην περίπτωση που λόγω αληθούς και δεδηλωμένης οικονομικής αδυναμίας, ο πολίτης αδυνατεί να αντεπεξέλθει στα έξοδα μιας δικαστικής διαμάχης με το κράτος, προς υποστήριξη των δικαιωμάτων του.

Είναι μια επίθεση στην πρώτη κατοικία και την οικογενειακή ζωή, (στην περίπτωση που δεν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία προς κατάσχεση) κατά παράβαση του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη». Είναι μια επίθεση προς την οικογένεια και προς το άρθρο 21 του Συντάγματος που ορίζει ότι «1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους» και «4. Η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που την στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους». Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση το  Κράτος, όχι μόνον δεν φροντίζει για την απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται, αλλά δημιουργεί τις προϋποθέσεις απώλειας ακόμη και της πρώτης κατοικίας αυτών που με κόπους μιας ζωής την απέκτησαν, επιβάλλοντας δυσανάλογους προς τη φοροδοτική μας ικανότητα φόρους, που λόγω αδυναμίας πληρωμής, είναι στην ουσία φόροι δημευτικοί.

Είναι μια επίθεση της εξουσίας προς την «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»,  όπως αυτή ορίζεται από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, ως υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου και κατά συνέπεια της αξιοπρεπούς μας διαβίωσης.

Β) ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Π.Κ.
«1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε.
2. Η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.
3. Η διάταξη του άρθρου 23 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση αυτού του άρθρου.»
Σύμφωνα με την παρούσα δήλωση αδυναμίας συναίνεσης, βρίσκομαι ως άτομο και βρισκόμαστε ως λαός σε κατάσταση αδυναμίας, να αποτρέψουμε παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί εμάς, τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, την περιουσία μας (λόγω αδυναμίας συμμετοχής στα δημόσια βάρη δυσανάλογα προς τις δυνάμεις μας), χωρίς δική μας υπαιτιότητα. Διότι η οικονομική αδυναμία στην οποία έχουμε περιέλθει, δεν οφείλεται σε έλλειψη εργατικότητας ή σε υπεκφυγή συνεισφοράς στα δημόσια βάρη αλλά σε φοροδοτική ανικανότητα που προέκυψε από λανθασμένους χειρισμούς της κρατικής εξουσίας, που οδήγησαν και οδηγούν σε περιορισμό έως απαγόρευση του δικαιώματος της εργασίας, της ελεύθερης μετακίνησης στη χώρα, της αυτορρύθμισης και αλληλεγγύης μεταξύ των πολιτών και πολλών άλλων δράσεων δια των οποίων αν επιτρέπονταν, θα μπορούσαμε να αυξήσουμε το εισόδημά μας και κατά συνέπεια την ικανότητα συμμετοχής στα δημόσια βάρη.

Πέραν τούτου, δίχως δική μας υπαιτιότητα, αφού δεν ζητήθηκε η συναίνεσή μας, το Κράτος τελείως αντισυνταγματικά, απαιτεί τη συμμετοχή δια των φορολογικών μας εισφορών και σε ιδιωτικά βάρη, όπως τα βάρη των ιδιωτικών τραπεζών και τα βάρη των ιδιωτικών εταιριών που ανέλαβαν τη διαχείριση των κύριων οδικών αξόνων της χώρας. Κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει το φορολογικό μας δικαίωμα, και παράνομα, όπως αποδεικνύεται από τη δικαστική απόφαση του Δικαστηρίου της EFTA (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών) το οποίο στο Λουξεμβούργο, στις 28/1/2013 αποφάσισε πως «δεν είναι ευθύνη της χώρας στην οποία μια τραπεζική εταιρεία έχει την έδρα της να καλύπτει τα έξοδα των εγγυήσεων του τραπεζικού της συστήματος, καθώς και ότι ο μηχανισμός του συστήματος ασφαλείας πρέπει να χρηματοδοτείται από τις ίδιες τις τράπεζες.» και κατά συνέπεια ότι δεν είναι υποχρέωση των Λαών να πληρώνουν δια των φορολογικών εισφορών τους τα βάρη των ιδιωτικών εταιριών που έχουν έδρα στη χώρα τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι εκτός της κακοδιαχείρισης του Κράτους και των αντισυνταγματικών απαιτήσεων, η φοροδοτική μας ικανότητα μειώθηκε σημαντικά εξ’ αιτίας της δωρεάς 230 και πλέον δις ευρώ προς τις ιδιωτικές τράπεζες για την ανακεφαλαιοποίησή τους, συμπεραίνουμε, ότι δεν προκύπτει από δική μας υπαιτιότητα, η αδυναμία πληρωμής υπέρογκων φόρων, καθώς η αδυναμία μας εκτός από αδυναμία συναίνεσης είναι και αδυναμία οικονομική.
Βάσει αυτών και πολλών άλλων στοιχείων που μπορώ να καταθέσω, το Κράτος έλυσε μονομερώς δίχως δική μας υπαιτιότητα, την έννομη σχέση δημοσίου δικαίου εκ της οποίας προκύπτει η υποχρέωση τήρησης των νομοθετημάτων του, που απαιτούν από τους πολίτες την εκτέλεση διατάξεων νόμων και Υπουργικών αποφάσεων με καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα. Όπως στην παρούσα δήλωση αναπτύσσεται, ο νόμος δεν δημιουργεί εφ εαυτού έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, δίχως τη συναίνεση των πολιτών και δίχως την προϋπόθεση εναρμόνισής του με το Σύνταγμα. Γνωρίζοντας αυτό, το Κράτος αποφάσισε να απαιτεί τη συναίνεση των πολιτών με εκβιαστικά μέσα, όπως η στέρηση δικαιωμάτων, ο δι’ αυτής καταναγκασμός σε ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, (γνωρίζοντας ότι η ρύθμιση λειτουργεί ως ένδειξη συναίνεσης) καθώς και απ’ ευθείας με τη βία, επιβάλλοντας αυτοτελή πρόστιμα και ποινικοποιώντας παρανόμως την αδυναμία πληρωμής τους.
Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται, ότι η αδυναμία συναίνεσης, όπως ορίζεται με την παρούσα δήλωση, δεν προκύπτει από δική μας υπαιτιότητα, αλλά από υπαιτιότητα του κράτους που μας εξαναγκάζει να δράσουμε (ή κατ’ επιλογή μας να μην δράσουμε) ευρισκόμενοι σε κατάσταση άμυνας. Καθώς λόγω της οικονομικής μας αδυναμίας και του σεβασμού μας προς την έννομη τάξη δεν μπορούμε να αποτρέψουμε τον παρόντα κίνδυνο με άλλα μέσα, όπως η δικαστική προσφυγή ή η προσφυγή στην αναρχία. Διότι η δικαστική προσφυγή εναντίον του Κράτους, που είναι αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει όλα τα ένδικα μέσα, κάτω από τις σημερινές παράνομες συνθήκες διακυβέρνησης, είναι πλέον προσιτή μόνον στην εύπορη τάξη την ικανή να προπληρώσει τόσο τα δικαστικά έξοδα, όσο και μια νομική εταιρία με άριστα στελεχωμένο προσωπικό. Όσο για την προσφυγή σε πράξεις αναρχίας, την αποκλείουμε  λόγω του ήδη δηλωμένου σεβασμού μας προς το Σύνταγμα και τους νόμους που ορίζουν την έννομη τάξη, και λόγω της γνώσης μας ότι ένα Κράτος που θέλει να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία, ζητά βίαιη συμπεριφορά από τους πολίτες ως αφορμή.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ. ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΒΙΑ.
Αν παραδειγματικά, θεωρήσουμε το Σύνταγμα ως ένα οικοδόμημα, και κάθε διάταξή του ως έναν στύλο που το υποβαστάζει, γίνεται κατανοητό ότι η επιχείρηση κατάλυσης και μίας μόνον διάταξής του με νόμο που την αναιρεί, είναι επιχείρηση κατάλυσης όλου του οικοδομήματος. Όταν μάλιστα η επιχείρηση αυτή ασκείται με τη βία, μέσω των κρατικών λειτουργών που υποχρεώνουν τους πολίτες να υπακούσουν στις αντισυνταγματικές διατάξεις, διότι διαφορετικά θα στερηθούν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα και στοιχεία που εξυπηρετούν την αξιοπρεπή τους διαβίωση, έχουμε την περίπτωση της «επιχείρησης κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία», που εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 120 παρ. 4 Σ, ενεργοποιώντας το δικαίωμα και την υποχρέωση της αντίστασης με κάθε μέσο.

Διότι:

Η ύπαρξη αντισυνταγματικών διατάξεων στους νόμους, δεν είναι μια αθώα υπόθεση, και οφείλεται στις εξής κύριες αιτίες:
1.    Στην άγνοια του συντάγματος, από τους νομοθέτες, την επιστημονική επιτροπή της βουλής που ασκεί τον προληπτικό έλεγχο, από τους βουλευτές που τους ψηφίζουν και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που λειτουργεί ως φύλακας του Συντάγματος και υπογράφει.
2.    Σε ανάγκη που υποχρεώνει την κρατική εξουσία να παραβιάσει σκοπίμως το σύνταγμα. Σε μια ανάγκη που δικαιολογείται με το πρόσχημα της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, του κατεπείγοντος κλπ.
3.    Σε δόλο, που αποσκοπεί στην αποπλάνηση του λαού και την εκμετάλλευση, κυρίως όταν οι νόμοι έχουν εισπρακτικό χαρακτήρα.
4.    Σε επιχείρηση κατάλυσης του συντάγματος με νομοθετική βία, η οποία εφαρμόζεται από την εκτελεστική εξουσία με στόχο την αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Λογικά, η πρώτη περίπτωση απορρίπτεται, διότι δεν είναι δυνατόν να αγνοεί το Σύνταγμα, η εξουσία που απαιτεί ακόμη και από τους αγράμματους πολίτες να γνωρίζουν όλο τον Ποινικό Κώδικα, όλον τον Αστικό Κώδικα, όλον τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όλο τον Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος και όλο τον Κώδικα διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να μην μπλέξουν στα αδυσώπητα δίκτυα του νόμου. Δεν είναι δυνατόν μια εξουσία που απαιτεί από τους πολίτες να γνωρίζουν άριστη κολύμβηση στον Ωκεανό της Ελληνικής πολυνομίας για να διατηρούν την ελευθερία τους, να υποκρίνεται ότι δεν γνωρίζει το Σύνταγμα!

Στην δεύτερη περίπτωση, η σκόπιμη παραβίαση του Συντάγματος, στοιχειοθετεί έγκλημα από πρόθεση, ιδίως όταν αλλοιώνει ή απενεργοποιεί θεμελιώδεις θεσμούς του Πολιτεύματος, όπως η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και η ισχύς των ατομικών μας δικαιωμάτων. Για την χρησιμοποιούμενη δε δικαιολογία, της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτήν χρησιμοποιούν όλοι οι επίδοξοι δικτάτορες που καταλύουν το Σύνταγμα.

Επειδή, η πρώτη περίπτωση απορρίπτεται από κάθε νοήμονα άνθρωπο, ενώ οι άλλες τρεις αποτελούν εγκλήματα ισχύος που φθάνει ως την εσχάτη προδοσία, δικαίωμα και υποχρέωση κάθε πολίτη που αγαπά αυτή τη χώρα, είναι να δείξει μηδενική ανοχή στην ύπαρξη αντισυνταγματικών διατάξεων στους νόμους, καταγγέλλοντάς τους δημόσια, και μη συναινώντας στην εκτέλεσή τους. (βάσει του άρθρου 120 παρ. 4 Σ)


Η ΔΗΛΩΣΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ  ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ

Σεβόμενος τον Θεμελιώδη Νόμο του Κράτους, το Δημοκρατικό Πολίτευμα, τη Χώρα μου, τα ατομικά μου δικαιώματα και τη νοημοσύνη μου, υποβάλλω επίσημα προς την υπηρεσία σας και προς κάθε δημόσια αρχή, εκτελώντας ένα θεμελιώδες συνταγματικό μου δικαίωμα και μία ύψιστη συνταγματική υποχρέωση, τη ΔΗΛΩΣΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ στην εκτέλεση διατάξεων νόμων, Προεδρικών διαταγμάτων, Υπουργικών αποφάσεων και διαταγών,  που κατά τη πατριωτική συνείδησή μου προσβάλλουν το Σύνταγμα.

Η δήλωση αδυναμίας συναίνεσης, είναι μια γνωστοποίηση προς τους κρατικούς λειτουργούς, πως «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό», ότι η δικαιοδοσία της εξουσίας περιορίζεται από το Σύνταγμα, και ότι δεν έχουν δικαίωμα να μου επιβάλλουν το νόμο δίχως τη συναίνεσή μου, δια της οποίας ολοκληρώνεται και νομιμοποιείται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, ή αλλιώς το συμβόλαιό μας, που επιτρέπει στην κρατική εξουσία να κάνει το νόμο εκτελεστό.

Διότι:

Η αξίωση ενός πολιτεύματος να θεωρείται δημοκρατικό, προκύπτει απ’ το γεγονός ότι αναγνωρίζει το Λαό ως τη μόνη πηγή εξουσίας και ότι προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, που σύμφωνα με τη Φιλοσοφία του Δικαίου διακρίνονται σε ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά.

Ως κοινωνικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν θετικό περιεχόμενο, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και αξίωση οικονομικών παροχών (status positivus).

Ως πολιτικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου του στην κρατική εξουσία (status activus).

Ως ατομικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν αρνητικό περιεχόμενο, διασφαλίζουν τη νομική κατάσταση αρνητικά και θεμελιώνουν αξίωση για αποχή της κρατικής εξουσίας (status negativus).

Το δικαίωμα λοιπόν μη συναίνεσης στις επιβολές της κρατικής εξουσίας, αποτελεί ένα θεμελιώδες ατομικό μας δικαίωμα, που αδυνατεί να μας αφαιρέσει κάθε εξουσία η οποία αξιώνει να θεωρείται δημοκρατική.

Στην αρχαία Ελλάδα από την οποία πηγάζει η έννοια του δικαίου όπως την αποδεχόμαστε έως σήμερα, η ατομική ελευθερία ήταν πραγματική κατάσταση και όχι νομική κατοχύρωση, στοιχείο το οποίο επαληθεύεται αν ανακαλέσουμε στη μνήμη τη διαπίστωση:

"εν μέρει άρχειν και άρχεσθαι".

Οι λόγοι για τους οποίους ο Σωκράτης αρνήθηκε να εκτελέσει νόμους του Κράτους δηλώνοντας πολιτική ανυπακοή ήταν τρεις:
α) Ανυπακοή λόγω παρανομίας του νόμου: Όταν αρνήθηκε να συμπράξει στην εκτέλεση των Αθηναίων αξιωματούχων οι οποίοι, μετά τη νίκη τους στη ναυμαχία των Αργινουσών, δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς Αθηναίους. Προέβαλε ως επιχείρημα ότι η συγκεκριμένη εντολή ήταν παράνομη.
β) Ανυπακοή λόγω αυθαίρετου καθεστώτος: Όταν το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων απευθύνθηκε στο Σωκράτη ζητώντας του να φέρει προς εκτέλεση έναν ύποπτο Αθηναίο, ο Σωκράτης αρνήθηκε διότι δεν όφειλε υπακοή σε μια εντολή που προερχόταν από αυθαίρετο καθεστώς.
γ) Ανυπακοή λόγω άσκησης ατομικού δικαιώματος: Στην απολογία του ο Σωκράτης λέει ότι αν οι δικαστές της Ηλιαίας τον αφήσουν ελεύθερο υπό τον όρο ότι θα σταματήσει τη διδασκαλία του, αυτός δεν θα τους υπακούσει διότι αποτελεί ατομικό του δικαίωμα η ελεύθερη διάδοση των ιδεών του.
Στους τρεις αυτούς λόγους μπορούμε να προσθέσουμε και την:
δ) Ανυπακοή λόγω μη πειστικότητας: Σε ένα χωρίο από τον Κρίτωνα, ο Σωκράτης λέει στον μαθητή του «Ή θα με πείσεις, ή θα με ακούσεις», κάνοντας σαφές ότι υπακοή οφείλουμε στους άλλους, (είτε είναι άτομα, είτε δικαστές, είτε νομοθέτες), όταν μας έχουν πείσει για τη λογικότητα των αιτημάτων τους, και όχι επειδή μας τα επιβάλλουν δια της βίας.

Από τα παραπάνω προκύπτουν οι όροι της νομιμότητας μιας σχέσης δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας νομιμοποιούνται οι απαιτήσεις της εξουσίας προς στους πολίτες. Ο όρος της νομιμότητας του νόμου, (και στην προκειμένη περίπτωση της συνταγματικότητας), ο όρος της νομιμότητας του καθεστώτος, (που στην προκειμένη περίπτωση νομιμοποιείται όταν κατευθύνει την γενική πολιτική του Κράτους σύμφωνα με το Σύνταγμα) ο όρος του σεβασμού των ατομικών μας δικαιωμάτων, και ο όρος της πειστικότητας των επιχειρημάτων και των προθέσεων. 

Παραδείγματα πολιτικής ανυπακοής έχει γνωρίσει αρκετά η ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο, τα πιο πρόσφατα από αυτά είναι το παράδειγμα το Θορώ (αρνήθηκε να πληρώσει ένα φόρο γιατί διαφωνούσε με τον πόλεμο που διεξήγαν οι ΗΠΑ), της Ρόζας Παρκς (παρότι μαύρη στο χρώμα μπήκε σε λεωφορείο που η πρόσβαση επιτρεπόταν μόνο σε λευκούς), του Μαχάτμα Γκάντι και του Μπέρτραντ Ράσελ (η στάση τους ευνοούσε μια αντίληψη περί ειρηνιστικής ανυπακοής). Ο δρόμος για τη νομική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι μακρύς. Η αφετηρία του βρίσκεται στον ύστερο Μεσαίωνα, όταν ο άνθρωπος χειραφετείται από την Εκκλησία και ακολούθως από το Μονάρχη. Τα αιτήματα της αστικής τάξης αποτέλεσαν πολιτικές αποφάσεις, καθώς αλλού επιβλήθηκαν (Γαλλία) και αλλού υιοθετήθηκαν (Αγγλία). Ακολούθως, οι αποφάσεις αυτές για να διατηρήσουν την ισχύ τους εντάχθηκαν σε Σύνταγμα.

Είναι ευτυχές το γεγονός ότι πουθενά στο Ελληνικό Σύνταγμα δεν αναφέρεται η υποχρέωση των πολιτών για υπακοή, με εξαίρεση τους κρατικούς λειτουργούς κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων. Και υπό αυτή την εξαίρεση όμως προβλέπεται το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής από τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα (ν. 3528/2007) στο άρθρο 25 παρ. 3 που ορίζει ότι: «Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή».

Βάσει αυτών, θεωρώ νομιμότατη και υποχρεωτική την άρνηση εκτέλεσης αντισυνταγματικής διαταγής ή διάταξης νόμου που με αφορά, όταν μάλιστα η άρνησή μου συνοδεύεται από εμπρόθεσμη αναφορά προς τις αρμόδιες αρχές. Η νομιμότητα της πράξης μου τεκμηριώνεται και από το άρθρο 120 παρ. 2 Σ, που ορίζει ότι «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και του νόμους που συμφωνούν με αυτό, και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Κατά συνέπεια, όχι μόνον υπακοή δεν οφείλουμε προς τους νόμους που δεν συμφωνούν με το Σύνταγμα, αλλά ούτε καν σεβασμό, και οφείλουμε να τους καταγγέλλουμε δείχνοντας τον σεβασμό μας προς το Σύνταγμα και την αφοσίωση προς την Πατρίδα και τη Δημοκρατία. Αξίζει να σημειωθεί, ότι αυτή είναι μία θεμελιώδης υποχρέωση, ασφαλώς μεγαλύτερης ισχύος από την δήθεν υποχρέωση υπακοής σε αντισυνταγματικούς νόμους. Το μέγεθος της εν’ λόγω υποχρέωσης τονίζεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 120, που μας ορίζει ως επιτηρητές του Συντάγματος επαφίοντας την τήρησή του σε εμάς και όχι στην κρατική εξουσία, νομιμοποιώντας μας και υποχρεώνοντάς μας να αντιστεκόμαστε με κάθε μέσο σε κάθε περίπτωση που θεωρούμε ότι επιχειρείται η κατάλυσή του με τη βία.

Η τήρηση λοιπόν και επιτήρηση του Συντάγματος, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, διότι με την τήρησή του από την κρατική εξουσία, επιτυγχάνουν οι πολίτες την ελευθερία τους. Οφείλουμε να τηρούμε και επιτηρούμε το Σύνταγμα, αν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι, τόσο από τους ξένους εχθρούς που επιβουλεύονται την ελευθερία μας, όσο και από τους εγχώριους. Στο επίπεδο των θεμελιωδών δικαιωμάτων η ελευθερία καθιερώνεται με διττό τρόπο: αφενός ως αυτονομία, αφετέρου ως συμμετοχή. Ως αυτονομία θεωρούνται τα ατομικά δικαιώματα , ενώ ως συμμετοχή θεωρούνται τα πολιτικά δικαιώματα. Τα μεν ως "δικαιώματα του ανθρώπου" εγγυώνται την αποχή της κρατικής εξουσίας, τα δε ως "δικαιώματα του πολίτη" εγγυώνται τη συμμετοχή στη διαμόρφωση και την άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

Είναι γενικά αποδεκτό ότι το Σύνταγμα περιλαμβάνει κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν αφενός την οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας και αφετέρου, τις σχέσεις μεταξύ πολιτείας και πολιτών. Δια του συντάγματος λοιπόν καθορίζεται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας το κράτος επιβάλλει τη θέλησή του στους πολίτες μέσω των κρατικών λειτουργών, δίχως όμως να δύναται να αξιώσει την στέρηση των θεμελιωδών ατομικών μας δικαιωμάτων, κυριότερο των οποίων είναι το δικαίωμα της αποχής από τις απαιτήσεις της κρατικής εξουσίας.

Η άσκηση του αρνητικού αυτού ατομικού δικαιώματος, δεν αναιρεί το δικαίωμα άσκησης των κοινωνικών και πολιτικών μας δικαιωμάτων, βάσει των οποίων αξιώνουμε την παροχή ορισμένων υπηρεσιών και την αξίωση οικονομικών παροχών, καθώς και την άσκηση των πολιτικών μας δικαιωμάτων, βάσει των οποίων αξιώνουμε το δικαίωμα της συμμετοχής στην κρατική εξουσία. Διότι το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης, προστατεύει το σύνολο των θεμελιωδών μας δικαιωμάτων, και όχι μέρος μόνον αυτών υπό όρους. Κατά συνέπεια, η άσκηση του αρνητικού ατομικού δικαιώματος δια της απαίτησης αποχής από τις απαιτήσεις της κρατικής εξουσίας, δεν αναιρεί την άσκηση των κοινωνικών και πολιτικών μας δικαιωμάτων. Γενικότερα, η άσκηση του δικαιώματος της ατομικής ελευθερίας, δεν δύναται να μας στερήσει το δικαίωμα της συμμετοχής στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι.

Η πάγια αυτή άποψη της Φιλοσοφίας του Δικαίου, από την οποία απορρέει το Συνταγματικό Δίκαιο των δημοκρατικών χωρών, ως προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που εγγυάται στους πολίτες ένα πολίτευμα δημοκρατικό, κατοχυρώνεται ως βασική διάταξη ανεπίδεκτη αναθεωρήσεως με το άρθρο 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι:

1.                  Το πολίτευμα της Ελλάδος είναι … Δημοκρατία
2.                  Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία
3.                  Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Κατά συνέπεια, ο Έλλην Πολίτης είναι ελεύθερος, κυρίαρχος και πηγή εξουσίας. Ως πηγή εξουσίας και κυρίαρχος του εαυτού του, δικαιούται να συμμετέχει ή να απέχει κατά βούληση στην εξουσία, που αποτελεί απορροή του. Ακριβώς όπως ο κάθε Δημιουργός, δικαιούται με βάση τη δική του βούληση, να αποδέχεται ή να απορρίπτει το έργο του.

Βάσει αυτών των θεμελιωδών θεσμών και αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος, που ουδείς δύναται να καταστήσει ανενεργά, να αλλοιώσει ή να καταλύσει δίχως η πράξη του να εκληφθεί ως κακούργημα εσχάτης προδοσίας (σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ. 2 του Ποινικού μας Κώδικα περί προσβολής του πολιτεύματος) το δικαίωμα της μη συναίνεσης στη θέληση του κράτους που εκτελείται μέσω των κρατικών λειτουργών, είναι απαραβίαστο ως θεμελιώδες ατομικό μας δικαίωμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο άρθρο 134Α του Π.Κ. θεμελιώδης αρχή και θεσμός του πολιτεύματος θεωρείται μεταξύ των άλλων και η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα, τα οποία σύμφωνα με το συνταγματικό δίκαιο είναι αρνητικά δικαιώματα που ορίζουν το δικαίωμα μη συμμετοχής στην κρατική εξουσία και κατά συνέπεια το δικαίωμα μη συναίνεσης.

Θεωρείται δεδομένο, ότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα, «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό», γνωρίζουμε παρ’ αυτά ότι είναι ανέφικτος ο αυτοκαθορισμός του λαού με ομόφωνη παμψηφία. Για το λόγο αυτόν, θεσπίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα το δικαίωμα της αποχής από την κρατική εξουσία, προς εξασφάλιση των δικαιωμάτων της εκάστοτε μειοψηφίας. Διότι το δικαίωμα της ελευθερίας, δεν είναι δυνατόν να το επικαλείται η πλειοψηφία που καθορίζει τον τρόπο της εξουσίας, διότι δεν είναι δυνατόν να ζητά να απελευθερωθεί από τις επιλογές της. Σίγουρα όμως σε μια χώρα φιλελεύθερη, δικαιούνται να απελευθερωθούν από τις επιλογές της πλειοψηφίας οι μειοψηφούντες, καθώς και αυτοί σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του Συντάγματος, είναι κυρίαρχοι, και σύμφωνα με την παρ. 3 αποτελούν πηγή εξουσίας.

Η επιβολή της πλειοψηφίας στη μειοψηφία, είναι μια αδυσώπητη μορφή δυναστείας, που δεν αρμόζει σε ένα φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα. Για το λόγο αυτόν η πλειοψηφία που διαμορφώνει τους τρόπους της εξουσίας, αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών της, παρέχοντας το δικαίωμα της ανευθυνότητας στην διαφωνούσα μειοψηφία, που κατά συνέπεια δύναται να απέχει από τη θέληση του Κράτους, ορίζοντας με τον δικό της τρόπο την ύπαρξή της.

Το δικαίωμα της ελευθερίας και μη συναίνεσης, στη θέληση του Κράτους που ορίζεται από την πλειοψηφία, κατοχυρώνεται από την βασική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος που δεν επιδέχεται αναθεώρησης και σύμφωνα με την οποία «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Κατά συνέπεια ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας ορίζεται ο σεβασμός της διαφορετικότητας, καθώς σε αυτήν έγκειται η ιδιαίτερη αξία του κάθε ανθρώπου που τον καθιστά μοναδικό. Ο σεβασμός και η προστασία της διαφορετικότητας, ορίζονται και από τις διεθνείς συμβάσεις προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων που έχει υπογράψει η χώρα μας, καθώς  σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρεούται να ακολουθεί τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκοντας την εμπέδωση της ειρήνης και της δικαιοσύνης.

Μελετώντας στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος, τον τρόπο που ορίζονται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, διαβάζουμε ότι:

Άρθρο 4 παρ. 1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
1.      Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Μελετώντας τα δικαιώματα αυτά κατά το μέρος που ορίζονται ως ατομικά δικαιώματα, αναγνωρίζουμε το δικαίωμα μη συμμετοχής μας σε αυτά, και κατά συνέπεια το δικαίωμα να έχουμε λιγότερα έως καθόλου δικαιώματα και υποχρεώσεις. Παρομοίως το δικαίωμα να είμαστε λιγότερο από ίσοι έως ανύπαρκτοι ενώπιον του νόμου, στην περίπτωση που επιλέγουμε να ανήκουμε σε μια μειοψηφία που ορίζει διαφορετικά την αξία της ζωής, η οποία σε κάθε περίπτωση προστατεύεται από το Σύνταγμα. Για το λόγο αυτό, στο άρθρο 232Α του Π.Κ. επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση ακόμη και η παραβίαση δικαστικών αποφάσεων, μια εξαίρεση που «εξαρτάται από την ύπαρξη στο πρόσωπο του αρνούμενου να συμμορφωθεί ιδιαίτερων προϋποθέσεων, για να ασκήσει τις τεχνικές, καλλιτεχνικές ή επιστημονικές ικανότητές του και η άρνησή του δεν οφείλεται σε δυστροπία του».

Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο που ορίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, διακρινόμενα σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά, συμπεραίνουμε ότι το άρθρο 4 παρ. 5 που ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», αναφέρεται σε ένα κοινωνικό και πολιτικό μας δικαίωμα, και όχι σε μια ατομική υποχρέωση που επιβάλλεται μάλιστα δια της καταναγκαστικής υπακοής! Αυτό είναι αυταπόδεικτο και από το γεγονός, ότι το άρθρο 4 ανήκει στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος που ορίζει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και όχι τις υποχρεώσεις μας!. Η συμμετοχή λοιπόν στα δημόσια βάρη, αποτελεί δικαίωμα, και όχι υποχρέωση όπως λανθασμένα έχουν αντιληφθεί οι σύγχρονοί μας πολιτικοί.

Επαναφέρω τους ορισμούς των δικαιωμάτων για να γίνει ευκολότερα κατανοητό, ότι η συμμετοχή στα δημόσια βάρη, δεν είναι ούτε ατομικό, ούτε κοινωνικό δικαίωμα, αλλά ένα δικαίωμα αμιγώς πολιτικό, καθώς μόνον ως πολιτικό δικαίωμα μπορεί να οριστεί η αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου στην κρατική εξουσία.

Ως κοινωνικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν θετικό περιεχόμενο, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και αξίωση οικονομικών παροχών (status positivus).

Ως πολιτικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου του στην κρατική εξουσία (status activus).

Ως ατομικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν αρνητικό περιεχόμενο, διασφαλίζουν τη νομική κατάσταση αρνητικά και θεμελιώνουν αξίωση για αποχή της κρατικής εξουσίας (status negativus).

Το δικαίωμα λοιπόν της φορολόγησης, μπορούν να αξιώσουν μόνον όσοι «διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή τους στην κρατική εξουσία». Γενικά, οι ενεργοί πολίτες, που διαμορφώνουν τον τρόπο της κρατικής εξουσίας. Το δικαίωμα της φορολόγησης, γίνεται αντιληπτό ως δικαίωμα να διαμορφώσουν με τα χρήματά τους το παρόν και το μέλλον της χώρας τους, που εξειδικεύεται σε δικαίωμα διαμόρφωσης του παιδαγωγικού συστήματος, του νομικού συστήματος, του οικονομικού συστήματος, των αρχιτεκτονικών προτιμήσεων, της εξωτερικής πολιτικής κλπ. Το δικαίωμα αυτό βέβαια δημιουργεί και μια κοινωνική υποχρέωση, καθώς οι αξιώνοντες κοινωνικά δικαιώματα, θεμελιώνουν αξίωση για παροχή ορισμένων υπηρεσιών και οικονομικών παροχών από τους κρατούντες. Μόνον υπ’ αυτόν τον όρο, το δικαίωμα της συμμετοχής στα δημόσια βάρη μπορεί να εννοηθεί και ως υποχρέωση.

Με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζεται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου, βάσει της οποίας το κράτος επιβάλλει φόρους στους πολίτες, και επί αυτής, θεμελιώνεται όλο το νόμιμο φορολογικό σύστημα. Αφήνω λοιπόν να εννοηθεί, ότι κάθε άλλη απαίτηση του κράτους δεν είναι έννομη, και δεν ορίζεται από καμία νόμιμη σχέση αλλά επιβάλλεται μονομερώς και δια της βίας κατά κατάλυση του Συντάγματος και των ορισμών του Συνταγματικού Δικαίου γενικότερα.

Ενώ λοιπόν, με το άρθρο 4, παρ. 5, ορίζεται η έννομη σχέση δημοσίου δικαίου βάσει της οποίας οι ενεργοί πολίτες αξιώνουν το δικαίωμα της συμμετοχής στα δημόσια βάρη, με το άρθρο 78 που τιτλοφορείται «Φορολογία και δημοσιονομική διαχείριση» ορίζεται ο τρόπος φορολόγησης, δια του οποίου το κράτος επιβάλλει στους δικαιούχους φόρους, σύμφωνα με τυπικούς νόμους που στην ουσία νομοθετούν δια των αντιπροσώπων τους οι ίδιοι οι δικαιούχοι.

Σύμφωνα με το άρθρο 78 παρ. 1, Σ «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος». Από τον ορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων συνεπάγεται, ότι υποκείμενα της φορολογίας μπορούν να θεωρηθούν μόνον τα άτομα που θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή στην κρατική εξουσία:

«Ως πολιτικά εννοούνται εκείνα εκ των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία διαθέτουν ενεργητικό περιεχόμενο και θεμελιώνουν αξίωση για συμμετοχή του υποκειμένου του στην κρατική εξουσία (status activus).»

Αν λοιπόν το υποκείμενο της φορολογίας δεν αξιώνει πολιτικά δικαιώματα, ούτε δικαιούται ούτε υποχρεούται να συμμετέχει στα δημόσια βάρη, και κατά συνέπεια απαλλάσσεται κάθε φορολογικής υποχρέωσης, ακόμη και του φόρου καυσίμου, του φόρου καπνού και αλκοολούχων ποτών, ακόμη και της πληρωμής του ΦΠΑ που επιβαρύνει τις καθημερινές καταναλωτικές του ανάγκες.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, ότι είναι δύσκολη η διακυβέρνηση της χώρας με πολίτευμα δημοκρατικό, από καιροσκόπους, τυχοδιώκτες και λαοπλάνους, που αφ’ ενός αγνοούν την πολιτική επιστήμη, ενώ αφ’ ετέρου ως κύριο στόχο έχουν την εκμετάλλευση του λαού. Η αδυναμία των ανίκανων πολιτικών να κυβερνήσουν με τρόπο δημοκρατικό, οδήγησε τη χώρα μας στην εξαθλίωση και όχι η τήρηση των θεμελιωδών θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, των θεσμών που λόγω ανικανότητας των πολιτικών άρχισαν να τίθενται υπό αμφισβήτηση και όχι λόγω της μη λειτουργικότητάς τους. Η αδυναμία των ανίκανων πολιτικών να κυβερνήσουν με τρόπο δημοκρατικό, τους εξώθησε στη νομιμοποίηση της βουλευτικής τους ασυλίας, προς κάλυψη και παραγραφή των κατ’ εξακολούθηση ποινικών αδικημάτων τους.

Το γεγονός ότι πουθενά στο σύνταγμα δεν αναφέρεται ότι η τήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος επιτυγχάνεται δια των πολιτικών που αυτοορίζονται ως εθνοσωτήρες, επιβάλλοντας δια της βίας τα μεγαλόπνοα σχέδιά τους, τους επιτρέπει να μας αδειάσουν δίχως τύψεις τη γωνιά, αφήνοντάς μας να διαχειριστούμε με νομιμότερους τρόπους την τύχη της χώρας μας. Διότι, οι ανίκανοι πολιτικοί, πέραν της αδυναμίας τους να ικανοποιήσουν τα κοινωνικά δικαιώματα, εγγυώμενοι για την ύπαρξη ενός κοινωνικού κράτους δικαίου, επεμβαίνουν με τα άστοχα νομοθετήματά τους στην φυσική αυτορρύθμιση των πολιτών, δια της οποίας επετεύχθη η επιβίωση των λαών για χιλιάδες χρόνια. Η κοινωνική αυτορρύθμιση, είναι μια φυσική διαδικασία επιβίωσης, που δεν απαιτεί την παρέμβαση του οργανωμένου κράτους. Σε περιόδους οικονομικών κρίσεων, πολέμων κλπ, κατά τις οποίες η κρατική μέριμνα καθίσταται αδύνατη, οι λαοί επιβιώνουν χάρη στην ικανότητα της αυτορρύθμισης που ενισχύει την αυτοοργάνωση και τις σχέσεις αλληλεγγύης. Το δυσάρεστο με τους νόμους των ανίκανων πολιτικών, είναι ότι ενώ δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στην κοινωνία, περιορίζουν τις ατομικές ελευθερίες παρεμβαίνοντας με τρόπο καταστροφικό στο δικαίωμα της αυτορρύθμισης. 

Η ελευθερία αξίωσης των ατομικών δικαιωμάτων, είναι αυταπόδεικτη και απαλλάσσεται κάθε υποχρέωσης, με τον όρο ότι δεν γίνεται κατάχρηση δικαιώματος που επιβαρύνει τα δικαιώματα των άλλων. Η αξίωση όμως πολιτικών δικαιωμάτων θέτει στους δικαιούχους ύψιστες πολιτικές ευθύνες, που όταν δεν εναρμονίζονται προς το συμβόλαιο που έχουν υπογράψει με το λαό για τον τρόπο δίκαιης διακυβέρνησης, δηλαδή με το Σύνταγμα, μετατρέπονται σε ποινικές.

Λόγω της αξίωσης πολιτικών δικαιωμάτων από κάποια μέλη της κοινωνίας, δικαιωμάτων που τους επιτρέπουν να καθορίζουν την τύχη της, ορίζεται μία συμφωνία Κυρίων, ένα Συμβόλαιο του Κράτους με το Λαό, βάσει του οποίου ο μεν λαός δικαιούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη, συμμετέχοντας και αυτός στον καθορισμό της τύχης του, το δε κράτος υποχρεούται να επιβάλλει φόρους στους δικαιούχους βάσει των όρων του συγκεκριμένου συμβολαίου και όχι αυθαίρετα. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο συμβόλαιο, που στην προκειμένη περίπτωση είναι το Σύνταγμα, το κράτος αναλαμβάνει ένα πλήθος υποχρεώσεων απέναντι στο λαό, οι βασικότερες των οποίων είναι οι εξής:

Α) Η διατήρηση της μορφής του πολιτεύματος, όπως αυτό ορίζεται στο πρώτο μέρος, ούτως ώστε θεμέλιο αυτού να είναι η λαϊκή κυριαρχία, και όλες οι εξουσίες να πηγάζουν από το λαό, να υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και να ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα. Η άσκηση όλων των εξουσιών ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, είναι μια βασική διάταξη που αν προσβληθεί από την πλευρά της Πολιτείας, λύεται η υποχρέωση συνεισφοράς των δικαιούχων πολιτών στα δημόσια βάρη, διότι το αντικείμενο της συνεισφοράς δεν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους όρους του Συμβολαίου που ορίζει την υποχρέωση, αλλά υπόκειται στις απροσδιόριστες πλέον ορέξεις των καταχραστών της εξουσίας. Η άσκηση των εξουσιών ασύμφωνα προς το Σύνταγμα, αφήνει το αντικείμενο της συνεισφοράς μας απροστάτευτο, με κίνδυνο να υπεξαιρεθεί ή να μην χρησιμοποιηθεί πως όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Η παραβίαση του πρώτου άρθρου του Συντάγματος, όπου ορίζονται οι βασικές διατάξεις, στοιχειοθετεί την χειρότερη  κατάχρηση εξουσίας, που συνιστά το έγκλημα της Εσχάτης Προδοσίας, (άρθρο 134 και 134Α του Π.Κ) ενώ παράλληλα ενεργοποιεί ένα νέο δικαίωμα και μια νέα υποχρέωση των πολιτών, που ορίζεται με την ακροτελευταία διάταξη (άρθρο 120 παρ. 4) η οποία συμπληρώνει το δικαίωμα και την υποχρέωση την οριζόμενη με το άρθρο 4. Διότι όταν δεν τηρείται το Σύνταγμα, προκύπτει ένα νέο «δημόσιο βάρος» αυτό της «αντίστασης με κάθε μέσο»  εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία.

Είναι σαφέστατο εδώ, ότι ο συντακτικός νομοθέτης αναφέρεται κυρίως στην νομοθετική βία, βάσει της οποίας η εκτελεστική εκβιάζει τους πολίτες. Διότι σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, η κρατική βία ασκείται βάσει την νόμων και όχι αυθαίρετα, ή βάσει της υπεροχής ενός ύψιστου μονάρχη. Το γεγονός ότι στις μέρες μας μόνον δια της κρατικής βίας μπορεί να επιχειρηθεί η κατάλυση του Συντάγματος, βεβαιώνεται από το ότι μόνον το κράτος έχει τη νομιμοποίηση και τα μέσα άσκησης οργανωμένης βίας, ενώ η ενδεχόμενη βία των πολιτών είναι ανίσχυρη, ανοργάνωτη και το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι μικρές υλικές καταστροφές.

Ο κύριος ύποπτος λοιπόν για επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος είναι η κρατική εξουσία, ενώ οι τρόποι κατάλυσης διευκρινίζονται στο δεύτερο βιβλίο του Ποινικού μας Κώδικα, και στο κεφάλαιο με τίτλο «Προσβολές του Πολιτεύματος». Συγκεκριμένα, στο άρθρο 134, παρ. 2, η προσβολή του δημοκρατικού πολιτεύματος, επιχειρείται με σφετερισμό (ιδιοποίηση) της ιδιότητας των οργάνων του κράτους, όταν τα κρατικά όργανα επιχειρούν να καταλύσουν ή να αλλοιώσουν ή να καταστήσουν ανενεργά, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία, ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού. Γίνεται φανερό, ότι η αλλοίωση και η απενεργοποίηση των θεσμών, επιτυγχάνεται κυρίως με την ψήφιση και εφαρμογή αντισυνταγματικών διατάξεων, δια των οποίων αντικαθίστανται οι αντίστοιχες συνταγματικές.

Στην περίπτωση αυτή, λόγω του ύψιστου κινδύνου, το δικαίωμα και η υποχρέωση των πολιτών που ορίζεται από την ακροτελευταία διάταξη του Συντάγματος, για αντίσταση με κάθε μέσο, υπερισχύει έναντι του οριζόμενου δικαιώματος από το άρθρο 4 παρ.5, δια του οποίου προκύπτει η υποχρέωση της φορολογίας. Σε γενικές γραμμές πρέπει να εκτιμηθεί, ότι η αντίσταση με κάθε μέσο σε καθεστώς εσχάτης προδοσίας, αποτελεί μεγαλύτερη συνεισφορά στα δημόσια βάρη, από την εισφορά εκ του ασφαλούς ενός μικρού χρηματικού ποσού. Ότι η αντίσταση αυτή, εξυπηρετεί καλύτερα το δημόσιο συμφέρον, αφού η πληρωμή των φόρων σε καθεστώς εσχάτης προδοσίας, εξυπηρετεί κατά πάσα πιθανότητα, το ιδιοτελές συμφέρον των σφετεριστών.

Η δήλωση μη συναίνεσης κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, είναι καθ’ όλα νόμιμη, βάσει του δικαιώματος που μας προσφέρει το Σύνταγμα δια του άρθρου 120, σύμφωνα με το οποίο: 2 O σεβασμός στo Σύνταγμα και τoυς νόμoυς πoυ συμφωνoύν με αυτό και η αφoσίωση στην Πατρίδα και τη Δημoκρατία απoτελoύν θεμελιώδη υπoχρέωση όλων των Eλλήνων. Ο μη συναινών πολίτης λοιπόν με αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων, θέτει σε σύγκριση, το δικαίωμα πληρωμής φόρων με το  θεμελιώδες δικαίωμα και υποχρέωση του σεβασμού προς το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό. Επειδή το δικαίωμα το οριζόμενο από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν είναι κατ’ ανάγκη θεμελιώδες, γίνεται αυτονόητο πως στη συνείδηση του ευσυνείδητου πολίτη, υπερτερεί το δικαίωμα και η υποχρέωση του σεβασμού προς το σύνταγμα, βάσει των οποίων ακυρώνεται η υποχρέωση συναίνεσης σε αντισυνταγματικούς νόμους.

Το δικαίωμά μου να κρίνω τη συνταγματικότητα ενός νόμου ή των διατάξεών του, και το δικαίωμα γενικότερα των Ελλήνων πολιτών που έχουν πατριωτισμό, προκύπτει από το άρθρο 120 παρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία». Βάσει αυτών, η τήρηση του Συντάγματος, δεν επαφίεται στους ειδικούς, όπως οι ακαδημαϊκοί, οι νομικοί και οι πολιτικοί, αλλά στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα τήρησης άρα και κρίσης της συνταγματικότητας των νόμων προκύπτει από τον πατριωτισμό και όχι από την εξειδίκευση. Διότι ένας ειδήμων αλλά όχι πατριώτης, ενδέχεται να κρίνει ιδιοτελώς τη συνταγματικότητα ενός νόμου, και με τρόπο που δεν εξυπηρετεί το Εθνικό συμφέρον, ενώ ο πατριώτης, θα κρίνει βάσει της πατριωτικής συνείδησής του που δεν του επιτρέπει να αγνοεί το δημόσιο συμφέρον το οποίο άλλωστε υπερασπίζεται και το Σύνταγμα. Η ταύτιση της πατριωτικής συνείδησης με το Σύνταγμα, απορρέει από τον κοινό στόχο, που είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Το άρθρο 120 δια της 4ης παραγράφου, μου επιτρέπει όχι μόνον να κρίνω αλλά και να πράττω σύμφωνα με το Σύνταγμα, ακόμη και όταν οι πράξεις μου αυτές αντίκεινται στους νόμους. Διότι η αντίφαση, μιας σύμφωνης προς το Σύνταγμα πράξης με έναν νόμο, τεκμηριώνει την αντισυνταγματικότητα του νόμου και όχι την έλλειψη νομιμότητας της πράξης, καθώς η νομιμότητα της πράξης απορρέει από τον Ύψιστο νόμο και όχι από τον αντισυνταγματικό. Το δικαίωμα να πράττω σύμφωνα με το Σύνταγμα και όχι σύμφωνα με τον αντισυνταγματικό νόμο, προκύπτει ως δικαίωμα να αντιδρώ με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία. Στην προκειμένη περίπτωση, καταλύτης του Συντάγματος είναι ο αντισυνταγματικός νόμος, ενώ η βία, είναι η νομοθετική βία, η επιχειρούμενη δια της εκτελεστικής εξουσίας.

Η αμφισβήτηση εν τέλει, του δικαιώματος των πολιτών που κατέχουν πατριωτισμό, να κρίνουν τη συνταγματικότητα των νόμων και να πράττουν σύμφωνα με το σύνταγμα, ανάγεται σε αμφισβήτηση του πατριωτισμού των Ελλήνων, διότι το δικαίωμα αυτό, αναιρείται μόνον στην περίπτωση έλλειψης πατριωτισμού.


Με τιμή,

Ιωάννης Αλκαίος



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου