Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013


ΠΡΟΤΑΣΗ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ



Δηλώνοντας απόλυτο σεβασμό προς το Σύνταγμα της Ελλάδος και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό, και λαμβάνοντας υπόψη, ότι:
α) Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2, «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία»
β) Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
γ) Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 «Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».
δ) Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 3 «O σφετερισμός, με oπoιoνδήπoτε τρόπo, της
λαϊκής κυριαρχίας και των εξoυσιών πoυ απoρρέoυν από αυτή διώκεται»

ε) Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 4 «H τήρηση τoυ Συντάγματoς επαφίεται στoν πατριωτισμό των Eλλήνων, πoυ δικαιoύνται και υπoχρεoύνται να αντιστέκoνται με κάθε μέσo εναντίoν oπoιoυδήπoτε επιχειρεί να τo καταλύσει με τη βία». Το δικαίωμα και η υποχρέωση αντίστασης με κάθε μέσο, τεκμηριώνει το γεγονός ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες οι διαθέτοντες πατριωτισμό, δικαιούνται να κρίνουν πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα, και πότε επιχειρείται από οποιονδήποτε να καταλυθεί με τη βία.

στ) Μελέτησα το Σύνταγμα με τη δέουσα προσοχή, και το μορφωτικό μου επίπεδο μου επιτρέπει να ισχυριστώ ότι το κατανόησα και δικαιούμαι να κρίνω ποιες διατάξεις νόμων και ποιες πράξεις της εξουσίας συμφωνούν με αυτό. Όπως δικαιούμαι να κρίνω, ποιες διατάξεις νόμων και πράξεις της εξουσίας παραβιάζουν το Σύνταγμα, θέτοντας τον κίνδυνο κατάλυσής του.

Βάσει των παραπάνω, έκρινα ότι:

α) Ως Έλλην πολίτης ανήκω στον κυρίαρχο Λαό και πως βάσει αυτού το Ελληνικό κράτος μου ανήκει, αποτελώντας τη συλλογική μου περιουσία, μέρος της οποίας είναι η ιδιωτική μου.

β) Όλες οι εξουσίες πηγάζουν εν μέρει και από εμένα, αφού αποτελώ μέρος του κυρίαρχου Λαού.

γ) Ως κυρίαρχος, απαιτώ όλες οι εξουσίες του Ελληνικού κράτους να υπάρχουν υπέρ του Ελληνικού Λαού και του Ελληνικού Έθνους και να ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.

δ) O σεβασμός και η πρoστασία της αξίας τoυ ανθρώπoυ απoτελoύν την πρωταρχική υπoχρέωση της Πoλιτείας, και πως βάσει της συγκεκριμένης αυτής παραγράφου του δεύτερου άρθρου του Συντάγματός μας, ορίζεται η έννοια του δημοσίου συμφέροντος που οφείλει πρωτίστως να υπηρετεί η κρατική εξουσία.

ε) Ως κυρίαρχος αφαιρώ, το δικαίωμα απορροής εξουσιών από την ίδια την εξουσία
δίχως τη συναίνεση του λαού και τη συμφωνία τους προς το Σύνταγμα, καθώς και από εξουσίες άλλων κρατών που αρνούνται να αναγνωρίσουν την λαϊκή κυριαρχία των Ελλήνων και το Ελληνικό Σύνταγμα.  

στ) Απαιτώ την άμεση δίωξη των σφετεριστών της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν, βάσει της 3ης παραγράφου του άρθρου 120, από όλους τους δικαστές που θεωρούν βάσει των στοιχείων που διαθέτουν και βάσει των στοιχείων που θα καταθέσω, ότι δεν τηρείται το σύνταγμα, ότι έχει διαπραχθεί το έγκλημα του σφετερισμού το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις συνιστά και έγκλημα εσχάτης προδοσίας, για το οποίο βάσει της υπ’ αριθμόν 4/2012 γνωμοδ. του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η σύλληψη των εγκληματιών ακολουθεί την αυτόφορη διαδικασία δίχως να λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα της βουλευτικής ασυλίας.
Το γεγονός της μη δίωξής τους θα εκληφθεί ως τεκμήριο ότι δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία και ότι βάσει της 3ης παραγράφου του άρθρου 120, η προθεσμία παραγραφής των εγκλημάτων τους θα αρχίσει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.
(Σημείωση: Σύμφωνα με τα λεξικά «σφετερισμός» είναι η αρπαγή, η ιδιοποίηση, η οικειοποίηση, η καταπάτηση, η παράχρηση και η υπεξαίρεση και κατά συνέπεια η κατάχρηση εξουσίας προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών ή επί μέρους σκοπών σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Ενώ για «εσχάτη προδοσία» σύμφωνα με τον Ποινικό μας Κώδικα (άρθρο 134, παρ. 2) συλλαμβάνεται όποιος επιχειρεί με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία.) Συνεπώς στο έγκλημα της εσχάτης προδοσίας συμπεριλαμβάνεται και το «έγκλημα από παράλειψη», αν δια της παραλείψεως αυτής καθίσταται ανενεργό το δημοκρατικό μας πολίτευμα. «Πολίτευμα» είναι το «σύστημα διακυβέρνησης». Θεωρώ, ότι παρ’ όλο που για τους τύπους και για να διατηρούνται τα προσχήματα, το σύστημα διακυβέρνησης της Ελλάδος αποκαλείται ακόμη δημοκρατικό, ενώ στην ουσία αυτό έχει αλλάξει με τρόπο τέτοιο ώστε να μην τηρείται το Σύνταγμα, και οι εξουσίες να πηγάζουν από την εξουσία αντί του λαού, και από μυστικές ή φανερές ξένες δυνάμεις κατοχής. Θεωρώ ότι οι εκλογές, η μοναδική εναπομένουσα πηγή λαϊκής εξουσίας γίνονται για να διατηρούνται τα προσχήματα, αφού οι εκλογείς εξαναγκάζονται να δίνουν δια της ψήφου στην εξουσία μια λευκή επιταγή και συστηματικά εξαπατώνται.)

ζ) Συνειδητοποιώντας ότι, καθώς διαθέτω επαρκή και αγνό πατριωτισμό, η τήρηση του Συντάγματος (βάσει του άρθρου 120 παρ. 4) επαφίεται εν μέρει και σε εμένα,  ενεργοποιώ το δικαίωμα να αντιστέκομαι με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.

η) Λαμβάνοντας υπόψη ότι η τήρηση του Συντάγματος δεν επαφίεται στην νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, αλλά στον πατριωτισμό των Ελλήνων, κάνοντας χρήση της λαϊκής κυριαρχίας που μου προσφέρει το Σύνταγμα, δικαιούμαι και υποχρεούμαι να αντιστέκομαι με κάθε μέσο, ακόμη και κατά παράβαση νόμων και δικαστικών αποφάσεων, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία. (Σημείωση: Η εφαρμογή αντισυνταγματικών νόμων από την εκτελεστική εξουσία δια της βίας, αίροντας το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης των πολιτών, το δικαίωμα της αντίστασης βάσει του άρθρου 120, το δικαίωμα της δίκαιης δίκης σε εύλογο χρονικό διάστημα από αμερόληπτο δικαστήριο, και παραθέτοντας αντί αυτών τα σώματα ασφαλείας, ερμηνεύεται ως επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία)

θ) Λαμβάνοντας υπόψη ότι, το Σύνταγμά μας επαφίει την τήρησή του σε όλους τους Έλληνες που διαθέτουν πατριωτισμό και όχι αποκλειστικά στους ειδήμονες, λαμβάνω το δικαίωμα να ερμηνεύω το Σύνταγμα σύμφωνα με τη συνείδησή μου, κρίνοντας ποιες διατάξεις νόμων συμφωνούν με αυτό και ποιες λόγω της αντισυνταγματικότητάς τους επιχειρούν να το καταλύσουν.

ι) Δηλώνω πολιτική ανυπακοή απέναντι σε κάθε αντισυνταγματική διάταξη του κράτους, αρνούμενος να την εκτελέσω για λόγους συνείδησης, μέχρις ότου η πολιτεία μου απαντήσει αιτιολογημένα βάσει του Συντάγματος και των νόμων που συμφωνούν με αυτό, στις  δηλώσεις επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων που θα καταθέσω επίσημα σε δημόσια αρχή, μαζί με τη δήλωση αδυναμίας εκτέλεσης για λόγους συνείδησης.

ια), Λαμβάνοντας υπόψη ότι, το δικαίωμα της αντίστασης με κάθε μέσο το αντλώ απ’ ευθείας από το σύνταγμα, και φροντίζοντας ώστε, οι πράξεις ανυπακοής να μην εμπίπτουν σε κάποιο άρθρο του Ποινικού μας Κώδικα, θεωρώ την δήλωση ανυπακοής καθ’ όλα νόμιμη και ζητώ την υποστήριξη των κρατικών λειτουργών και των δικαστηρίων στην περίπτωση που η δράση μου φθάσει ως αυτά.

Η ΠΡΟΤΑΣΗ

Βάσει αυτών, προτείνω, προς όλους τους συμπολίτες μου που διαθέτουν σεβασμό προς το Σύνταγμα, επαρκή και αγνό πατριωτισμό, και που αντιλαμβάνονται ότι δεν τηρείται το Σύνταγμα από την εξουσία, κινδυνεύοντας να καταλυθεί με τη βία, να πράξουνε κατά συνείδηση, έχοντας υπόψη τα ακόλουθα:

Το Σύνταγμα είναι η βασική συμφωνία μεταξύ των πολιτών και των εξουσιαστών, βάσει της οποίας «ο κυρίαρχος λαός» παρέχει σε συμπολίτες του διοικητικά προνόμια.
Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο αυτής της συμφωνίας «Όλες oι εξoυσίες πηγάζoυν από τo Λαό, υπάρχoυν υπέρ αυτoύ και τoυ Έθνoυς και ασκoύνται όπως oρίζει τo Σύνταγμα.»

Δεν υπάρχει λοιπόν διάκριση μεταξύ Λαού και εξουσίας, διότι εξουσία είναι ο Λαός που ορίζει εκφραστές της βούλησής του σε διάφορες διοικητικές θέσεις, συγκροτώντας τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Αξίζει να προσεχθεί ότι στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος, που ορίζει τη βασική μας συμφωνία και δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, η λέξη «Λαός» αρχίζει με Λ κεφαλαίο, ενώ η λέξη «εξουσία» με ε μικρό. Ακριβώς διότι ο Λαός και η εξουσία ως δυνάμεις δεν είναι ισότιμες. Λογικό, διότι η εξουσία απορρέει από το λαό και δύναται να υπάρχει με την προϋπόθεση ότι τηρεί τους συμφωνηθέντες όρους. Ενώ αντίστροφα ο Λαός δύναται να υπάρχει δίχως όρους και συγκεκριμένα δίχως τους όρους που τίθενται σε αυτόν από την εξουσία. Ο Λαός, ως «κυρίαρχος», δύναται κατ’ επιλογήν να συμμορφωθεί προς τους όρους της εξουσίας, ενώ αντίστροφα, η εξουσία υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τους όρους που έχουν τεθεί από το Λαό και καταγράφονται με σαφήνεια στο Σύνταγμα.

Τα ανωτέρω, αποσαφηνίζονται στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος με την παράγραφο που ορίζει ότι: «Θεμέλιo τoυ πoλιτεύματoς είναι η λαϊκή κυριαρχία.»

Αξίζει να σημειωθεί πως ούτε στη βασική μας συμφωνία ούτε σε κάποιο άλλο άρθρο του Συντάγματος, δεν αναφέρεται ότι θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η κυριαρχία της κρατικής εξουσίας, ή η κυριαρχία ξένων δυνάμεων.

Τίθεται λοιπόν το κρίσιμο ερώτημα από τους πολίτες, ως προς την κατεύθυνση της δράσης μας, όταν κλονίζεται από τους εξουσιαστές όχι μόνον το Σύνταγμα, όχι μόνον το συμφωνηθέν Πολίτευμα αλλά το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος!

Πλέον, η δράση των Ελλήνων Πολιτών έχει αποφασισθεί και αποτελεί μονόδρομο. Διότι δύο είναι οι επιλογές: Ή διατηρούμε «με κάθε μέσο» το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος που είναι η λαϊκή και καθ’ επέκταση η Εθνική μας Κυριαρχία, ή γινόμαστε δούλοι. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, δεν υπάρχουν φίλοι, ούτε ειδήμονες, ούτε δανειστές, στους οποίους θα μπορούσαμε να παραχωρήσουμε την Λαϊκή και καθ’ επέκταση την Εθνική μας κυριαρχία, δίχως όρους, δίχως μια συμφωνία σαφώς καταγεγραμμένη σε ένα Σύνταγμα.

Δεν υπάρχουν διλλήματα, όταν η μόνη δυνατή επιλογή τίθεται μεταξύ των όρων «κυρίαρχος» ή «δούλος». Δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή προοπτική, ούτε προοπτική μιας διεθνούς διακυβέρνησης, πριν εξασφαλιστεί από τους λαούς η λαϊκή κυριαρχία, με όρους σαφώς καταγεγραμμένους σε ένα Σύνταγμα.

Η κατάλυση του Συντάγματος με τη βία, με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και με εκβιαστικά νομοθετήματα προφασιζόμενα την ανάγκη του κατεπείγοντος, με εκφοβισμούς μιας ενδεχόμενης πτώχευσης, με μονοδρόμους προς μια ασαφή Ευρωπαϊκή προοπτική, και με ποινικοποίηση της υγιούς εθνικής συνείδησης, κλονίζουν ανεπανόρθωτα το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος.

Η κατάλυση του Συντάγματος που είναι πλέον γεγονός, προτείνεται ως μονόδρομος από τους εξουσιαστές προς επίτευξη της εξόδου μας από την κρίση, μια κρίση που οι ίδιοι δημιούργησαν με βασικό σκοπό την κατάλυση της Συνταγματικής Δημοκρατίας και τη δουλοποίηση του κυρίαρχου Λαού. Η επιβολή μιας πολιτικής λύσης ως μονόδρομου, είναι άσκηση βίας, και όταν δι αυτής της βίας καταλύεται το Σύνταγμα, απορρέουν τα δικαιώματα που ορίζονται στην ακροτελευταία διάταξή του, για αντίσταση με κάθε μέσο.

Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

Α. Παρουσιάζονται συνοπτικά τα αποδεικτικά στοιχεία που βεβαιώνουν ότι η κρατική εξουσία δεν τηρεί το Σύνταγμα. Γεγονός που αυτομάτως προσφέρει το δικαίωμα στον κυρίαρχο Λαό να αντισταθεί με κάθε μέσο, μέχρις ότου η ανατρεπτική αυτή σχέση που προκύπτει από κατάχρηση εξουσίας να αποκατασταθεί.

Β. Ορίζεται το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, ώστε να αποτραπούν παρανοήσεις που θα εξωθούσαν τον κυρίαρχο Λαό, να παραβιάσει και ο ίδιος το Σύνταγμα. Προτεινόμενα μέσα είναι η διαφοροποίηση (ως ένδειξη μη συναίνεσης) δια της κριτικής και της ανυπακοής και η σύνθεση δια της κατάθεσης προτάσεων.

Γ. Ζητείται από την εξουσία, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, να αναγνωρίσει επισήμως τα δικαιώματα που απορρέουν από την ενεργοποίηση της ακροτελευταίας διάταξης του Συντάγματος, σε κάθε περίπτωση που αυτή δεν τηρεί το Σύνταγμα. Τεκμηριώνεται ότι, τα δικαιώματα αυτά τα κατέχουμε βάσει της υπάρχουσας νομολογίας, αλλά παρανόμως απαγορεύονται ή αποσιωπούνται.

Δ. Τεκμηριώνεται, ότι η πολιτική ανυπακοή, οχυρώνει τη δημοκρατία και προάγει το δημόσιο συμφέρον.


Α) ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ, ΟΤΙ Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΔΕΝ ΤΗΡΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, απορρέει κάθε φορά που η εξουσία δεν τηρεί το Σύνταγμα και όχι μόνον στην περίπτωση που αυτό έχει καταλυθεί οριστικά. Αμέτρητες είναι πλέον οι μηνύσεις πολιτών προς τα Ελληνικά και διεθνή δικαστήρια, που μας παρέχουν πληθώρα αντισυνταγματικών διατάξεων και καταγγέλλουν τους πολιτικούς με άψογα τεκμηριωμένα στοιχεία, όχι μόνον για κατά συρροήν παραβιάσεις του Συντάγματος αλλά και για το έσχατο κακούργημα της Εσχάτης Προδοσίας. Το γεγονός ότι οι μηνύσεις αυτές στην πλειοψηφία τους δεν εκδικάζονται, και αν δικαστούν δεν τελεσιδικούν με παρεμβολές της κυβέρνησης ή προωθούνται προς τη Βουλή και μπαίνουν στο αρχείο, αποτελεί άλλη μια απόδειξη της κατά συρροήν κατάχρησης εξουσίας τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τους δικαστές.

Δεν απαιτείται λοιπόν να αποδείξω εδώ ότι η εξουσία δεν τηρεί το σύνταγμα, διότι  επισυνάπτω κάποιες από αυτές τις άψογα τεκμηριωμένες μηνύσεις. Το γεγονός ότι δεν εκδικάστηκαν από τον Άρειο Πάγο αλλά προωθήθηκαν προς τη Βουλή όπου κάποιες ανακοινώθηκαν προς το σώμα και κάποιες άλλες όχι, ίσως να «αθωώνει» τους μηνυόμενους πολιτικούς δια της παραγραφής, ακυρώνει όμως την άποψη πως δεν συμβαίνουν συνταγματικές παραβάσεις και μάλιστα κατά συρροήν, πως οι πολιτικοί μας δεν έχουν ανάγει την κατάχρηση εξουσίας σε επάγγελμα, και πως δεν έχει συντελεστεί το κακούργημα της Εσχάτης Προδοσίας.

Για τον κυρίαρχο Λαό, με του οποίου την νοημοσύνη δεν πρέπει να παίζουν οι εξουσιαστές, το γεγονός της κατά συρροήν παραγραφής των αδικημάτων τους αποτελεί απόδειξη ότι δεν τηρούν το Σύνταγμα, όχι από αμέλεια, αλλά διότι έχουν ανάγει την κατάχρηση εξουσίας σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Η προσθήκη του άρθρου 86 στο Σύνταγμα, δια του οποίου απολαμβάνουν μια Θεϊκή πλέον ασυλία για όλες τις ποινικές τους παραβάσεις, αποτελεί την χειρότερη εκτροπή του Συντάγματος, δια της οποίας η λαϊκή κυριαρχία περνά από τον κυρίαρχο Λαό στους εξουσιαστές. Το άρθρο 86 αναιρεί τα πρώτα δύο άρθρα του Συντάγματος που ορίζουν τον λαό ως κυρίαρχο και έρχεται σε αντίθεση με την ακροτελευταία διάταξη παρ. 3 σύμφωνα με την οποία «O σφετερισμός, με oπoιoνδήπoτε τρόπo, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξoυσιών πoυ απoρρέoυν από αυτή διώκεται μόλις απoκατασταθεί η νόμιμη εξoυσία..» Η κατ’ εξακολούθησιν σύνταξη, ψήφιση και υπογραφή αντισυνταγματικών διατάξεων αποτελεί έναν από τους πολλούς τρόπους σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, και το γεγονός ότι δεν διώκεται δηλώνει πως δεν έχει αποκατασταθεί ακόμη η νόμιμη εξουσία.

Η νομιμότητα της σημερινής εξουσίας, στοιχειοθετείται μάλλον από τις φήμες των μισθωμένων ΜΜΕ παρά από μία προσεκτική αντιστοίχηση των έργων της με τις διατάξεις του Συντάγματος. Διότι σύμφωνα με το άρθρο 82, «Η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων.» και όχι παραβιάζοντας το Σύνταγμα κατά συρροήν, όπως συμβαίνει σήμερα. Η ανακάλυψη έστω και μίας αντισυνταγματικής διάταξης στο έργο της νομοθετικής εξουσίας, θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά της, ενώ η εκτέλεση έστω και μίας αντισυνταγματικής διάταξης, θέσει σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα της κυβέρνησης, προσφέροντας στους πολίτες το δικαίωμα της ανυπακοής και της αντίστασης με κάθε μέσο, όπως ορίζει το άρθρο 120.

Σύμφωνα  με το άρθρο 59, που ορίζει τα καθήκοντα των βουλευτών, οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, ορκίζονται να είναι πιστοί στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούν στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνουν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους. Η σύνταξη, ψήφιση και υπογραφή προς εκτέλεση αντισυνταγματικών νόμων, αποτελεί μια αδιάσειστη απόδειξη ότι παραβαίνουν τον όρκο τους, με αποτέλεσμα να χάνουν τη νομιμότητα εκπροσώπησης του κυρίαρχου λαού. Σε ένα πραγματικά δημοκρατικό πολίτευμα, πιστό στις αξίες του Ελληνικού πολιτισμού όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, ο λαός έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τον βουλευτή που παρέβη τον όρκο του, αντικαθιστώντας τον με κάποιον άλλον που θα εκτελεί πιο ευσυνείδητα τα καθήκοντά του. Δεν έχει λοιπόν καμία σχέση η ασυλία των βουλευτών, με την αληθινή Δημοκρατία. Γεγονός άλλωστε που ορίζεται σαφώς και από το σημερινό μας Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο  «O σφετερισμός, με oπoιoνδήπoτε τρόπo, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξoυσιών πoυ απoρρέoυν από αυτή διώκεται. (άρθρο 120)

Ο συνήθης τρόπος σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας από τους βουλευτές, είναι η μη τήρηση των προεκλογικών τους υποσχέσεων, η παράβαση του όρκου περί τήρησης του Συντάγματος και η μη εκπλήρωση με ευσυνείδητο τρόπο των καθηκόντων τους. Γεγονότα που συνιστούν τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και της κατάχρησης εξουσίας στην καλύτερη περίπτωση, ενώ στη χειρότερη φθάνουν ως την εκχώρηση της Εθνικής μας κυριαρχίας που συνιστά το κακούργημα της Εσχάτης Προδοσίας. Με ποια λογική λοιπόν, κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι βουλευτές μας διεκδικούν την ασυλία; Μια ασυλία που ακόμη και αν τους παρέχεται από το νόμο είναι ανέντιμο να τη διεκδικήσουν!  Διότι η διεκδίκησή της αποτελεί απόδειξη μη ευσυνείδητης εκπλήρωσης των καθηκόντων τους.

Άλλωστε, η «ασυλία» ανήκει στον κυρίαρχο Λαό και όχι στους εξουσιαστές, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι κυρίαρχος του εαυτού του και της Χώρας του, ενώ οι εξουσιαστές ορίζονται μόνον κατόπιν κάποιας συμφωνίας την οποία οφείλουν να τηρήσουν. Ο κυρίαρχος λαός υπάρχει δίχως καμία πρότερη συμφωνία. Υπάρχει διότι γεννήθηκε εδώ, διότι εδώ γεννήθηκαν και οι πρόγονοί του, διότι του ανήκει αυτή η γης, και διότι εν τέλει, δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν κατοικούμε λοιπόν εδώ, κατόπιν κάποιας συμφωνίας, διότι δεν μας παραχωρήθηκε η Ελληνική Γης με όρους από κάποιους. Διότι η Ελληνική Γης είναι το σπίτι μας, και σύμφωνα με το Σύνταγμα που οφείλουν να σέβονται οι εξουσιαστές, το σπίτι μας είναι άσυλο.

Η ασυλία επομένως ανήκει στο λαό και όχι στους εξουσιαστές. Και η αντιστροφή αυτού του όρου δια της προσθήκης των άρθρων 61, 62, και 86 αποτελεί τη χειρότερη συνταγματική εκτροπή, που κλονίζει το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Βάσει του Συντάγματος, οι πολίτες που επιθυμούν να λάβουν τους ρόλους κάποιας εξουσίας, τους αναλαμβάνουν με τη θέλησή τους και την υπόσχεση ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία. Ορκίζονται πίστη στο Σύνταγμα, και στους νόμους. Και για το λόγο αυτό όταν παραβαίνουν τον όρκο τους και τη συμφωνία πρέπει να τιμωρούνται και μάλιστα αυστηρά. Διότι η ανάληψη ενός ρόλου εξουσίας ήταν δική τους επιλογή, και είχαν τη γνώση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν. Σε αντίθεση προς τον κάθε Έλληνα πολίτη, ο οποίος δεν επέλεξε να κατοικήσει σε αυτή τη χώρα αλλά του έτυχε, δεν μας υποσχέθηκε κάτι, δεν ορκίστηκε να σέβεται το Σύνταγμα και τους νόμους, και αν ορκίστηκε ενδέχεται να μην το έπραξε κατά συνείδηση. Όλα αυτά παρέχουν στον κοινό Έλληνα πολίτη μια ασυλία, την οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να δικαιούνται οι εξουσιαστές.

Το γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες βρέθηκαν μέσα στην Πολιτεία κατά σύμπτωση, ενώ οι εξουσιαστές ανέλαβαν έναν ρόλο εξουσίας κατά συνείδηση, και το γεγονός ότι οι πρώτοι δεν έδωσαν ούτε παρέβησαν κάποια υπόσχεση, ενώ οι δεύτεροι απολαμβάνουν ένα πλήθος προνομίων χάρη σε μια βαρύτατη υπόσχεση που κατά συνείδηση έδωσαν, παρέχει ασυλία στους πρώτους και βαρύτατες ποινικές ευθύνες στους δεύτερους, κάθε φορά που παραβιάζουν το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό.

Αφού λοιπόν το αίτημα της ασυλίας από τους βουλευτές αποτελεί τη χειρότερη συνταγματική εκτροπή την οποία οι ίδιοι επινόησαν προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών και όχι του δημοσίου συμφέροντος, πρέπει επειγόντως να αναιρεθεί, αίροντας παράλληλα και το δικαίωμα της παραγραφής, ώστε επιτέλους να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους και να αποδειχθεί το αυτονόητο: Ότι έχουν προδώσει τον κυρίαρχο Λαό, καταλύοντας το Σύνταγμα.

Β) ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ

Το δικαίωμα αντίστασης προκύπτει, όταν οι εξουσιαστές δεν τηρούν το Σύνταγμα, δηλαδή τη βασική μας συμφωνία βάσει της οποίας ανέλαβαν ρόλους εξουσίας. Ξαναθυμίζω λοιπόν ότι στη βασική μας συμφωνία ορίζεται με σαφήνεια πως κυρίαρχος είναι ο Λαός, ενώ οι εξουσιαστές αποκτούν το δικαίωμα να νομοθετούν, να εκτελούν και να δικάζουν, μόνον κατόπιν κάποιας συμφωνίας και μόνον καθ’ όσον την τηρούν.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Ποιος θα δικάζει τους εξουσιαστές, όταν αθετούν τη συμφωνία τους; Κατ’ εκτροπή της βασικής συμφωνίας μας που ορίζεται στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος, οι εξουσιαστές απαντούν ότι αναλαμβάνουν οι ίδιοι να δικάζουν τους ίδιους κάθε φορά που αθετούν τη συμφωνία μας! Και ότι εν τέλει δεν χρειάζεται να αυτοδικάζονται διότι έχουν αποκτήσει ασυλία!!

Η βουλευτική ασυλία στην Ελλάδα, εν έτει 2013, είναι ισχυρότερη από το αλάθητο του Πάπα κατά τον Μεσαίωνα! Γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Ευρωπαϊκός Μεσαίωνα, ωχριά μπροστά στον σύγχρονο Ελληνικό! Το γεγονός ότι και σε άλλες χώρες του πλανήτη μας κυριαρχεί μεσαίωνας, δεν δικαιώνει την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τους εξουσιαστές μας. Διότι η έννοια της δημοκρατίας πηγάζει από τη λογική, και όχι από παραδείγματα άλλων παραφρόνων λαών που ισχυρίζονται για το θεαθείναι ότι έχουν δημοκρατία.

Το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, παρέχεται από την ακροτελευταία διάταξη σε όλους τους Έλληνες πολίτες άμεσα, και όχι μέσω της εξουσίας. Δεν χρειαζόμαστε λοιπόν άδεια από την Αστυνομία, τον Εισαγγελέα, τον Δήμαρχο ή κάποιον αρμόδιο Υπουργό, για να αντισταθούμε, με κάθε μέσο, κάθε φορά που συνειδητοποιούμε ότι το Σύνταγμα δεν τηρείται. Αξίζει να επαναλάβω ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουμε πως κινδυνεύει να καταλυθεί η Δημοκρατία για να ενεργοποιήσουμε αυτό το δικαίωμα. Διότι το δικαίωμα μας παρέχεται κάθε φορά που εντοπίζουμε έστω και μία αντισυνταγματική διάταξη δια της οποίας επιχειρείται η κατάλυση του Συντάγματος. Άλλωστε δεν θα είχε νόημα, να αντιδράσουμε όταν σπάσει τελείως το γυαλί, αφού υποχρεούμαστε να καταγγείλουμε το επιχείρημα της θραύσης του, αμέσως μόλις εμφανιστεί η πρώτη ρωγμή.

Δικαιούμαστε και υποχρεούμαστε, σύμφωνα με την ακροτελευταία διάταξη, να αντιστεκόμαστε με κάθε μέσο, διότι σε εμάς και όχι στην εξουσία, επαφίεται η τήρηση του Συντάγματος. Η διάκριση αυτή γίνεται για ευνόητους λόγους, διότι κατάχρηση εξουσίας δεν μπορεί να γίνει από το λαό, παρά μονάχα από τους εξουσιαστές. Αφού το Σύνταγμα είναι μια συμφωνία δια της οποίας προστατευόμαστε από τον κίνδυνο κατάχρησης εξουσίας, όταν αναθέτουμε ρόλους εξουσίας σε κάποια πρόσωπα, δεν είναι δυνατόν να αναθέσουμε στα πρόσωπα αυτά και την ευθύνη τήρησης της συμφωνίας μας!

Οι ευθύνες λοιπόν μεταξύ των Ελλήνων πολιτών διανέμονται ως εξής: Οι μεν εξουσιαστές είναι υπεύθυνοι για την ορθή εκτέλεση του έργου που έχουν αναλάβει, ο δε κυρίαρχος Λαός για την επίβλεψη ότι το έργο αυτό εξελίσσεται ορθά σύμφωνα με τη λογική μας και αντικειμενικώς ορθά σύμφωνα με το Σύνταγμα. Η παραβίαση λοιπόν του Συντάγματος, είναι ευνόητο ότι δεν προκαλεί μόνον την αντίδρασή μας αλλά και το δικαίωμα να δικάσουμε τα πρόσωπα που ανέλαβαν κάποιους ρόλους εξουσίας και δεν τους εκτέλεσαν σωστά. Η άποψη ότι οι ίδιοι θα δικάσουν τον εαυτό τους, ή ότι θα διανείμουν μεταξύ τους το έργο της εκδίκασης δίχως να ερωτηθεί ο κυρίαρχος λαός, αποτελεί άλλη μια μορφή κατάχρησης εξουσίας που επίσης πρέπει να προκαλεί τη αντίδρασή μας και να εκδικάζεται από εμάς.



ΠΡΩΤΟ ΜΕΣΟ: Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΩΣ ΠΡΑΞΗ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΕ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ

Επειδή η τήρηση του Συντάγματος δεν επαφίεται στους ειδήμονες αλλά στο Λαό, και συγκεκριμένα στους Έλληνες που διαθέτουν πατριωτισμό, είμαστε υπεύθυνοι όλοι μας και όχι μόνον οι ειδήμονες. Η άποψη ότι οι ειδήμονες μόνον μπορούν να ερμηνεύουν ορθά το Σύνταγμα δεν ευσταθεί, και απορρίπτεται από το γεγονός ότι οι δημιουργοί του, προσφέρουν το δικαίωμα της αντίστασης σε όλους τους Έλληνες και όχι μόνον στους ειδήμονες με την αιτιολογία της προστασίας του από παρερμηνείες. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως δικαιούται ο κάθε ένας να αντιστέκεται με κάθε μέσο πριν ερευνήσει προηγουμένως και συνειδητοποιήσει, τόσο το πνεύμα του Συντάγματος όσο και τις συνέπειες των πράξεών του. Για τους λόγους αυτούς προτείνεται ο εξής τρόπος δράσης:

Κάθε φορά που κάποιος πολίτης έχει τη βεβαιότητα ή έστω και υπόνοιες μη τήρησης του Συντάγματος, συντάσσει μία ΔΗΛΩΣΗ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ της συγκεκριμένης διάταξης ή ενός συνόλου διατάξεων ή μιας συμπεριφοράς κρατικών λειτουργών και την καταθέτει ως ΑΝΑΦΟΡΑ σε μια αρμόδια δημόσια υπηρεσία ζητώντας αιτιολογημένη απάντηση μέσα σε ορισμένη προθεσμία σύμφωνα με το νόμο . Αν δια της συγκεκριμένης αντισυνταγματικής διάταξης ασκείται βία από την εξουσία προς τον πολίτη, απαιτείται επί παραδείγματι βιαίως ένα χρηματικό ποσό, κατάσχεση περιουσίας, άρση του ασύλου κλπ, τότε έχουμε την περίπτωση όπου κάποιος, νομοθέτης ή δημόσιο όργανο, επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα ασκώντας βία, υποπίπτοντας στην παράγραφο 4 της ακροτελευταίας διάταξης του Συντάγματος. Γεγονός που εγείρει το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής, ως πράξης μη συμμετοχής στην καταλυτική προς το Σύνταγμα διάταξης.

Διότι, «ο σιωπών δοκεί συναινείν», καθώς η σιωπή σημαίνει συμμετοχή, συνενοχή και συναίνεση. Η δήλωση επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων ή των πράξεων δια των οποίων απαιτείται βίαια από το κράτος η συναίνεση, σε συνδυασμό με μια δήλωση ανυπακοής ως προς τις συγκεκριμένες διατάξεις μέχρις ότου αυτές εναρμονιστούν προς το Σύνταγμα, ή μέχρις ότου ερμηνευτούν από τους αρμόδιους του κράτους και δια της ερμηνείας λάβουν την αποδοχή μας, αποτελούν το δεύτερο μέσο αντίστασης σε περιπτώσεις μη τήρησης του Συντάγματος και «εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».

Η άρνηση συναίνεσης σε αντισυνταγματικές διατάξεις και εντολές κρατικών λειτουργών, αποτελεί δικαίωμα και υποχρέωση κάθε ευσυνείδητου πολίτη σύμφωνα με την παρ. 4 της ακροτελευταίας διάταξης. Η πληρωμή λοιπόν με αντισυνταγματικό νόμο τελών κυκλοφορίας, τελών επιτηδεύματος, διοδίων και εκτάκτων εισφορών αποτελεί πράξη συναίνεσης δια της οποίας τεκμηριώνεται η συνενοχή στην παραβίαση του Συντάγματος και στο επιχείρημα κατάλυσής του. Το γεγονός άλλωστε ότι το Σύνταγμα έχει καταλυθεί και ο λαός από κυρίαρχος έγινε υπήκοος, δεν οφείλεται μόνον στις αυθαιρεσίες των εξουσιαστών αλλά κυρίως στην συναίνεση του λαού προς αυτές δια της σιωπής, της συμμετοχής και της υπακοής.

Το γεγονός ότι ο λαός από κυρίαρχος της χώρας του έγινε υπήκοος, οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι δεν διάβασε ποτέ το Σύνταγμα, αφήνοντας εν  λευκώ σε άλλους τόσο τις αναθεωρήσεις του και τις ερμηνείες όσο και την εφαρμογή του. Για τον λόγο αυτόν ο καημένος κυρίαρχος κάποτε λαός, δεν πρόσεξε ότι πουθενά το Σύνταγμα δεν μας ζητά υπακοή! Αυτό είναι εύκολο να διερευνηθεί πληκτρολογώντας τη ρίζα «υπακ» και πατώντας το πλήκτρο Find στην μπάρα της αναζήτησης. Η πρώτη λέξη «υπακοή» εμφανίζεται στο άρθρο 16, ως αίτημα προς τους ακαδημαϊκούς και τους διδασκάλους, δηλαδή προς κρατικούς λειτουργούς. Το δεύτερο «υπακ» εμφανίζεται στο άρθρο 59 που τιτλοφορείται «Καθήκοντα και δικαιώματα των βουλευτών», διευκρινίζοντας ότι οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δίνουν στο Βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζομαι… να είμαι πιστός στην Πατρίδα και στο Δημοκρατικό Πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντα μου» Το τρίτο «υπακ» εμφανίζεται στο θεματικό ευρετήριο το οποίο μας παραπέμπει στο άρθρο 87 παρ. 2, όπου διαβάζουμε ότι «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνον στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος».

Οι μόνοι λοιπόν που σύμφωνα με το Σύνταγμα οφείλουν να υπακούν στο Σύνταγμα και στους νόμους είναι οι κρατικοί λειτουργοί και συγκεκριμένα, οι διδάσκαλοι, οι βουλευτές και οι δικαστές. Για τον εξής απλούστατο λόγο: Διότι ως υπάλληλοι που εμείς ο κυρίαρχος Λαός τους έχουμε θέσει κάποιες αρμοδιότητες, οφείλουν να μας υπακούν, και γίνονται κατά συνέπεια σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους, υπήκοοί μας. Εξαίρεση αποτελεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 33, ορίζεται ως φύλακας του Συντάγματος και όχι ως υπάλληλος που υπόκειται σε αυτό, όπως όλοι οι κρατικοί λειτουργοί.

Με τον όρο λοιπόν «Έλλην υπήκοος», αναφερόμαστε μόνον στους κρατικούς λειτουργούς που έχουν αναλάβει θέσεις εξουσίας, και όχι προς όλους τους Έλληνες Πολίτες. Διότι οι Έλληνες πολίτες είναι ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ του εαυτού τους και της χώρας τους, και δεν είναι δυνατόν ένας κυρίαρχος να δηλώνει υπακοή. Και μάλιστα, υπακοή προς τους υπαλλήλους του!!!

Αφού το Σύνταγμα δεν υποχρεώνει τους Έλληνες Πολίτες σε υπακοή, και αφού οι εξουσιαστές ως υπάλληλοί μας δεν δικαιούνται να το κάνουν, συμπεραίνουμε ότι η έννοια της υπακοής που απαιτείται δια των νόμων, είναι μια επινόηση των εξουσιαστών δια της οποίας από υπήκοοι έγιναν κυρίαρχοι, μετατρέποντας σε υπηκόους τους εμάς. Αφού λοιπόν, σε κανένα μέρος το Σύνταγμα δεν υποχρεώνει σε υπακοή τον κυρίαρχο Λαό, συμπεραίνουμε πως κάθε αίτημα υπακοής από τους κρατικούς λειτουργούς, πηγάζει ή από αντισυνταγματική διάταξη, ή από κατάχρηση εξουσίας και πρέπει να καταγγελθεί.

Μελετώντας το Σύνταγμα από την αρχή, διαπιστώνουμε ότι στο πρώτο μέρος ορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, ενώ στο δεύτερο μέρος τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών. Αξίζει να διευκρινιστεί, ότι δεν γίνεται λόγος για «δικαιώματα και υποχρεώσεις»! (δείτε ΜΕΡOΣ ΔΕΥΤΕΡO Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα») Βέβαια, στο άρθρο 7 αναφέρεται η έννοια της ποινής και ότι καμιά ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς νόμο που φυσικά πρέπει να συμφωνεί με το Σύνταγμα. Δεν γίνεται όμως λόγος για επιβολή ποινής λόγω ανυπακοής. Η ποινή λειτουργεί ως μέσο περιορισμού της επικινδυνότητας που ενδέχεται να εμφανίσουν κάποιοι πολίτες για διάφορους λόγους όπως ψυχολογικοί, οικονομικοί, εγωϊστικοί κλπ. Δεν αναφέρεται όμως κάπου στο Σύνταγμα, ότι μπορεί να επιβληθεί ποινή για λόγους ανυπακοής, με εξαίρεση τους κρατικούς λειτουργούς οι οποίοι οφείλουν να υπακούν εξ’ αιτίας του ρόλου που συνειδητά έχουν αναλάβει.

Στο τρίτο μέρος του Συντάγματος, αναπτύσσεται ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της Πολιτείας,  και μόνον στο τέταρτο μέρος γίνεται λόγος για υποχρέωση των Πολιτών έναντι της Πολιτείας η οποία είναι μία: Ο σεβασμός προς το Σύνταγμα και η αντίσταση με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία! Συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή και την υποχρέωση υπηρεσίας στον στρατό, διαπιστώνουμε πως πρόκειται ξανά για την ίδια υποχρέωση αντίστασής μας εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει τη συνταγματική δημοκρατία μας και να μας πάρει την εθνική κυριαρχία. Σχετικά με την υποχρέωση πληρωμής φόρων, το Σύνταγμα ζητά τη δίκαιη συμμετοχή μας στα δημόσια βάρη δια της συνεισφοράς ενός μέρους των εσόδων μας αναλογικά προς την φοροδοτική μας ικανότητα και σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί την απαίτηση από τους εξουσιαστές πληρωμής ποσών που δεν διαθέτουμε και μάλιστα δια της βίας.

Σεβασμός και όχι υπακοή λοιπόν! Διότι το Σύνταγμα είναι ένα σοφότατο έργο, που μας παρέχει ένα πλήθος δικαιωμάτων με μία και μοναδική υποχρέωση: να το σεβόμαστε και να αγωνιζόμαστε με κάθε μέσο για την τήρησή του! Να γιατί οι εξουσιαστές επιχειρούν να το αντικαταστήσουν με υπερνόμους στα πλαίσια μιας Ευρωπαϊκής προοπτικής, με υπερνόμους γραμμένους από τεχνοκράτες οι οποίοι σκοπεύουν να μας μετατρέψουν οριστικά από κυρίαρχους σε υπήκοους, δίχως σύνταγμα, δίχως κράτος και δίχως δικαιοσύνη. Από τεχνοκράτες που σχεδιάζουν να μας απαγορεύσουν ακόμη και την καλλιέργεια λαχανόκηπων, ακόμη και την πρόσβαση στο νερό, το οποίο θα ανήκει σε πολυεθνικές. (codex alimentarious)

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΣΟ: Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΩΣ ΠΡΑΞΗ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

Τα πρώτο μέσο, λειτουργεί ως τρόπος κριτικής του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, που σύμφωνα με τα δεδομένα δεν είναι πλέον δημοκρατικό και ως τρόπος διαφοροποίησης των πολιτών που η συνείδησή τους δεν τους επιτρέπει να συναινούν σε πράξεις αντιδημοκρατικές, όταν αυτές επιβάλλονται δια της βίας από την εξουσία. Η πολιτική ανυπακοή, όπως ορίζεται στην παρούσα πρόταση, ως πράξη που προτείνεται από το Σύνταγμα και δεν εμπίπτει σε κάποιο άρθρο του ποινικού μας κώδικα, είναι μια πράξη νόμιμης άμυνας απέναντι στην κρατική βία, που συντελείται δίχως χρήση βίας. Η μη χρήση βίας απέναντι στους βιαστές, αποτελεί απόδειξη του γεγονότος της διαφοροποίησης ως προς τον τρόπο. Ενώ η απαίτηση τήρησης του Συντάγματος προς τους εξουσιαστές που έπαψαν να το τηρούν, αποτελεί απόδειξη του γεγονότος της διαφοροποίησης ως προς τον βαθμό συνείδησης.

Ο τεκμηριωμένα πλέον με τους δύο πρώτους όρους υψηλός βαθμός συνείδησης, επιτρέπει στους πολιτικά ανυπάκουους, να χρησιμοποιήσουν ένα τρίτο μέσο αντίστασης που βασίζεται στη σύνθεση. Τους παρέχει το δικαίωμα να προτείνουν στην εξουσία τόσο τη νομοθετική όσο την εκτελεστική και τη δικαστική, νόμους που συμφωνούν με το σύνταγμα, προς αντικατάσταση των αντίστοιχων αντισυνταγματικών, και γενικότερα έναν δημοκρατικότερο τρόπο διακυβέρνησης.
Το δεύτερο προτεινόμενο μέσο, λειτουργεί ως άλλη μια απόδειξη, ότι η πολιτική ανυπακοή όπως ορίζεται στην παρούσα πρόταση, δεν στοχεύει στην κατάλυση της έννομης τάξης και της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους, ενώ απεναντίας, τίθεται ως μια πρόταση εξυγείανσης. 

Γ) ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ ΠΟΥ ΟΧΥΡΏΝΕΙ ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΜΑΣ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, σε υπακοή υποχρεούνται μόνον οι κρατικοί λειτουργοί, και συγκεκριμένα οι ακαδημαϊκοί και διδάσκαλοι, (άρθρο 16), οι βουλευτές (άρθρο 59) και οι δικαστές (άρθρο 87). Συγκεκριμένα για τους δικαστές αναφέρεται ότι «υπόκεινται» μόνον στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος. Η άρση της υποχρέωσης συμμόρφωσης με αντισυνταγματικές διατάξεις, ισχύει για όλους τους κρατικούς λειτουργούς, σύμφωνα με τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα ο οποίος στο άρθρο 25 σχετικά με τη νομιμότητα των υπηρεσιακών ενεργειών, αναφέρει τα εξής:
2. Ο υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του. Όταν όμως εκτελεί διαταγή, την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την εκτέλεση,
να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει τη διαταγή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο υπάλληλος οφείλει να υπακούσει σε αυτήν.
3. Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή.
…Επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον εκείνος που διέταξε είναι το διοικητικό συμβούλιο ή το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης, η αναφορά υποβάλλεται στον εποπτεύοντα Υπουργό. Εάν εκείνος που διέταξε είναι ο Υπουργός, η αναφορά υποβάλλεται στον Πρωθυπουργό.
4. Αν ο υπάλληλος έχει αντίθετη γνώμη για εντελλόμενη ενέργεια, για την οποία είναι αναγκαία η προσυπογραφή ή η θεώρηση του, οφείλει να τη διατυπώσει εγγράφως για να απαλλαγεί από την ευθύνη.
5. Οι προϊστάμενοι όλων των βαθμίδων οφείλουν να προσυπογράφουν τα έγγραφα που ανήκουν στην αρμοδιότητα τους και εκδίδονται με την υπογραφή του προϊσταμένου τους. Αν διαφωνούν, οφείλουν να διατυπώσουν εγγράφως τις τυχόν αντιρρήσεις τους.

Οι κρατικοί λειτουργοί λοιπόν, όχι μόνον δεν υποχρεούνται να υπακούν σε αντισυνταγματικές διατάξεις ή εντολές ανωτέρων τους, αλλά οφείλουν να μην τις εκτελούν διατυπώνοντας εγγράφως τις αντιρρήσεις τους.

Για τους πολίτες που δεν είναι κρατικοί λειτουργοί, δεν αναφέρει πουθενά το Σύνταγμα, πως έχουν την υποχρέωση υπακοής σε αντισυνταγματικές διατάξεις και αντισυνταγματικές κρατικές εντολές. Παρ’ αυτά όμως, θεωρώ πως οφείλουν, ή έστω δικαιούνται να αναφέρουν εγγράφως στις αντίστοιχες δημόσιες υπηρεσίες τις αντιρρήσεις τους, με μία δήλωση επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων επί των οποίων δηλώνουν ανυπακοή, και βάση αυτής, να αρνούνται τη συναίνεση.

Το δικαίωμα της ανυπακοής με τον παραπάνω όρο, ως προς την υποχρέωση εκτέλεσης αντισυνταγματικών εντολών, όπως επί παραδείγματι η πληρωμή τελών κυκλοφορίας, του χαρατσιού της ΔΕΗ, του τέλους επιτηδεύματος των διοδίων κλπ, το θεωρώ καθ’ όλα νόμιμο, με την προϋπόθεση ότι έχει κατατεθεί από τον διαμαρτυρόμενο πολίτη μια τεκμηριωμένη δήλωση επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα του αντίστοιχου νόμου.

Αφού λοιπόν κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, το δικαίωμα ανυπακοής σε αντισυνταγματική εντολή είναι νόμιμο, η πολιτεία δεν έχει κανένα δικαίωμα να βεβαιώσει την χρηματική οφειλή και να επιβάλλει ποινές όπως προσαυξήσεις, αφαίρεση των στοιχείων κυκλοφορίας του οχήματος, άρνηση έκδοσης φορολογικής ενημερότητας κλπ, μέχρι την επίλυση της διαφοράς, η οποία επέρχεται με την απόφαση περί της συνταγματικότητας του προς αμφισβήτηση νόμου.

Το άρθρο 120 του Συντάγματος, είναι σαφέστατο ως προς το δικαίωμα των πολιτών να αποφασίζουν για τη συνταγματικότητα των νόμων και των κρατικών εντολών. Διότι σύμφωνα με την παράγραφο 4, η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων και όχι αποκλειστικά στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Επομένως οι πατριώτες Έλληνες δικαιούνται και υποχρεούνται να τηρούν το Σύνταγμα, και να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία, δίχως την υποχρέωση κατοχής μιας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταγματικότητα της κάθε μίας από τις χιλιάδες διατάξεις.

Άλλωστε, η επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία, δεν μπορεί να γίνει από τους πολίτες παρά μονάχα από την κρατική εξουσία. Διότι μόνον αυτή μπορεί να ασκεί έννομη είτε παράνομη βία καθώς διαθέτει την εξουσιοδότηση και τα μέσα. Αφού λοιπόν τη δυνατότητα και το δικαίωμα άσκησης βίας έχει μόνον η κρατική εξουσία, γίνεται φανερό πως η ακροτελευταία διάταξη του Συντάγματός μας, αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτήν με τη φράση «οποιοσδήποτε επιχειρεί». Οι πολίτες, δεν έχουν δυνατότητα να καταλύσουν το Σύνταγμα, έστω και με άσκηση βίας. Διότι η προσωπική αντίδραση, οι μαζικές διαδηλώσεις, οι μολότωφ και τα γκαζάκια ακόμη και η ένοπλη αντίσταση, μπορούν να διαταράξουν την έννομη τάξη προσωρινά, αλλά όχι να καταλύσουν το Σύνταγμα.

Το Σύνταγμα μπορεί να καταλυθεί μόνον από τους νομοθέτες δια των αναθεωρήσεών του, δια των αντισυνταγματικών νόμων και δια της επιβολής τους με τη βία στους πολίτες. Ούτε ο στρατός και τα τανκς μπορούν να καταλύσουν το Σύνταγμα, δίχως την συμμετοχή των νομοθετών. Αναφερόμενο λοιπόν το άρθρο 120 σε επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία, δεν αναφέρεται ούτε στις διαδηλώσεις των πολιτών, ούτε σε στρατιωτική επιχείρηση αλλά συγκεκριμένα στην νομοθετική βία που ολοκληρώνεται με τη βία της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας.

Το δικαίωμα της ανυπακοής σε αντισυνταγματικές διατάξεις, με πρόθεση τη διαφύλαξη του Συντάγματος, το αντλεί ο κυρίαρχος Λαός από τον πατριωτισμό του, και όχι από την υπάρχουσα νομοθεσία. Αφού σε αυτόν επαφίεται η τήρηση του Συντάγματος και όχι στο υπάρχον νομικό πλαίσιο. Επομένως για την άσκηση της ανυπακοής δεν απαιτείται καμία άδεια από την κρατική εξουσία, ούτε αυτή μπορεί να επιβάλλει στην προκειμένη περίπτωση κάποια ποινή. Αρκεί ο πολίτης να δηλώσει επίσημα στις κρατικές αρχές, ότι αποφασίζει να μην υπακούσει σε μια συγκεκριμένη διάταξη λόγω της επιφύλαξής του ως προς τη συνταγματικότητά της. Αν έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει αιτιολογημένα την επιφύλαξή του σίγουρα η δήλωσή του θα θεωρηθεί εγκυρότερη, αυτό όμως δεν μπορεί να τεθεί ως απαραίτητος όρος. Διότι το άρθρο 120 στην παρ. 4, δεν λέει ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό μόνον των μορφωμένων Ελλήνων, που μπορούν να διατυπώνουν τις αντιρρήσεις τους στη γλώσσα των νομικών. Η μη ορθή σύνταξη λοιπόν μιας δήλωσης ανυπακοής, ή η ανεπαρκής αιτιολόγηση, δεν μπορεί να ακυρώσει τη νομιμότητά της. Διότι από τη στιγμή που κατατίθεται επίσημα ως αναφορά σε μια κρατική αρχή, η αρχή αυτή οφείλει να την προωθήσει στους ειδήμονες, οι οποίοι οφείλουν να απαντήσουν εντός 60 ημερών όπως ο νόμος ορίζει, σκεπτόμενοι κατά το πνεύμα του νόμου και όχι κατά το γράμμα. Διότι, «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό (Σύνταγμα, άρθρο 103) Λαμβάνοντας λοιπόν την αναφορά του διαμαρτυρόμενου πολίτη, οφείλουν να τον υπηρετήσουν δια της κατανόησης και να τον εξυπηρετήσουν ενημερώνοντάς τον για τη θέληση του κράτους ως αναφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση.  

Αν λοιπόν η δήλωση ανυπακοής αφορά την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας, συνοδευόμενη από μια δήλωση επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα του νόμου, ο δημόσιος υπάλληλος που λαμβάνει την αναφορά, οφείλει αφ’ ενός να εξυπηρετήσει τον διαμαρτυρόμενο πολίτη βοηθώντας τον να τη συντάξει καλύτερα στην περίπτωση που είναι ασαφής και να του απαντήσει για τη θέληση του Κράτους. Διότι σύμφωνα με το άρθρο 10 του Συντάγματος, παρ. 1. Kαθένας ή πoλλoί μαζί έχoυν τo δικαίωμα, τηρώντας τoυς νόμoυς τoυ Kράτoυς, να αναφέρoνται εγγράφως στις αρχές, oι oπoίες είναι υπoχρεωμένες να ενεργoύν σύντoμα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντoύν αιτιoλoγημένα σε εκείνoν, πoυ υπέβαλε την αναφoρά, σύμφωνα με τo νόμo.

Αν τώρα, ο υπάλληλος διαπιστώσει ότι η θέληση του Κράτους για τη συγκεκριμένη περίπτωση βασίζεται σε αντισυνταγματικές διατάξεις, οφείλει να πράξει τα νόμιμα ώστε να μην περιοριστούν τα δικαιώματα του διαμαρτυρόμενου πολίτη, τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος, «τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Και «όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Αφού λοιπόν ο πολίτης δικαιούται να μην υπακούσει σε έναν αντισυνταγματικό νόμο, όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίσουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση αυτού του δικαιώματος. Δεν επιτρέπεται λοιπόν ο δημόσιος υπάλληλος να εμποδίσει την αποτελεσματική άσκηση ενός δικαιώματος, επειδή ο πολίτης δεν γνωρίζει πώς να συντάξει ορθά μία αναφορά διαμαρτυρίας ή επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα ενός νόμου. Διότι ο υπάλληλος οφείλει να γνωρίζει το Σύνταγμα, να υπακούει σε αυτό και να εκπληρώνει τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά του. (άρθρο 19 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα)  Απορρίπτοντας λοιπόν την αναφορά ενός διαμαρτυρόμενου πολίτη με την αιτιολογία της μη ορθής σύνταξης, υποθέτω ότι ο υπάλληλος εκπληρώνει τυπικά τα καθήκοντά του αλλά όχι τιμίως και ευσυνειδήτως!.

Αν η αντισυνταγματική διάταξη που τίθεται υπό αμφισβήτηση υποβάλλει σε περιορισμό τον διαμαρτυρόμενο πολίτη, περιορισμό των ατομικών του δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα της μετακίνησης με χρήση ενός μεταφορικού μέσου, περιορισμό των οικονομικών του δικαιωμάτων, και στην έσχατη περίπτωση περιορισμό της ελευθερίας του, ο αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος (επί παραδείγματι ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ.) πρέπει να φροντίσει ώστε οι περιορισμοί αυτοί «να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπερ αυτού και εφ’ όσον σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». (άρθρο 25 του Συντάγματος για τα δικαιώματα του ανθρώπου)

Αν, (όπως στην περίπτωση ανυπακοής ως προς την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας και του τέλους επιτηδεύματος) οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί  δεν σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, επομένως δεν προβλέπονται απ’ ευθείας από το Σύνταγμα αλλά από νόμο, ο αρμόδιος υπάλληλος οφείλει να αρνηθεί να τους επιβάλλει δηλώνοντας επιφύλαξη υπερ του σχετικού νόμου. Η προτεινόμενη αυτή πράξη ορίζεται από το άρθρο 25 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, παρ. 1 «Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών». Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν είναι νόμιμη η επιβολή περιορισμών, που επιβάλλονται από έναν αντισυνταγματικό νόμο ή από αντισυνταγματική εντολή ανωτέρου. Γι’ αυτό ο υπάλληλος, οφείλει μεν να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του και στους νόμους του κράτους, οφείλει όμως παράλληλα «αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή». (άρθρο 25, παρ. 3)

Στην περίπτωση που ο υπάλληλος, (ανεξαρτήτως του αν δεχθεί ή όχι αναφορά επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα ενός νόμου), «εμποδίσει την αποτελεσματική άσκηση ενός δικαιώματος», υποβάλλοντας έναν ή περισσότερους πολίτες σε περιορισμό εξ’ αιτίας ενός αντισυνταγματικού νόμου, είναι βέβαιο ότι εκτελεί τα καθήκοντά του μόνον τυπικά, αλλά όχι τιμίως και ευσυνειδήτως όπως θα όφειλε σύμφωνα με τον όρκο του, και το άρθρο 19 του Δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, γεγονός που συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος.

Αφού (όπως σύμφωνα με τα ανωτέρω έχουμε ορίσει) το δικαίωμα της ανυπακοής σε αντισυνταγματικές διατάξεις αποτελεί ατομικό μας δικαίωμα που απορρέει απ’ ευθείας από το Σύνταγμα, ο περιορισμός του από τα κρατικά όργανα αποτελεί παράβαση καθήκοντος που τεκμηριώνει παράλληλα έλλειψη σεβασμού προς το Σύνταγμα και αποφυγή αναγνώρισης αυτού. Σύμφωνα με το άρθρο 107 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα που ορίζει τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις ποινές, η άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος και η παράβαση καθήκοντος αποτελούν τα μόνα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης του υπαλλήλου την οποία μπορεί να απαιτήσει ο αδικημένος πολίτης από τα ανώτερά του πειθαρχικά όργανα, φτάνοντας μέχρι το Συμβούλιο της Επικρατείας. (Άρθρο 144 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης που ορίζει ότι παρ. 1 «Η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς. Η εκτέλεση γίνεται από την οικεία υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.» Και στην παρ. 2 ότι: «Σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.»

Η παρούσα αίτηση λοιπόν για μια επίσημη αναγνώριση από το κράτος του δικαιώματος της ανυπακοής των πολιτών, απέναντι σε αντισυνταγματικές διατάξεις, διαταγές κρατικών λειτουργών και περιορισμό δικαιωμάτων που απορρέουν απ’ ευθείας από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατατίθεται μάλλον με στόχο την υπενθύμιση και ενημέρωση των κρατικών λειτουργών, ενός δικαιώματος που ΕΙΝΑΙ επισήμως αναγνωρισμένο από το κράτος σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία αλλά παραμένει ανενεργό. Γεγονός που μπορεί να τεκμηριώσει  το έγκλημα από παράλειψη (βλ. Π.Κ., άρθρο 15) αλλά και το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας εναντίον όλων των υπαίτιων αυτής της αποσιώπησης, καθώς σύμφωνα με τον ποινικό μας κώδικα (άρθρο 134, παρ. 2) για εσχάτη προδοσία διώκονται εκτός των άλλων και «όσοι επιχειρούν με σφετερισμό της ιδιότητάς τους ως οργάνων του κράτους, να καταλύσουν ή να αλλοιώσουν ή να καταστήσουν ανενεργό διαρκώς η προσκαίρως το δημοκρατικό μας πολίτευμα που στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία.»


Δ. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΥΠΑΚΟΗ, ΟΧΥΡΩΝΕΙ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΑΓΕΙ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ

Η βασική μας συμφωνία με την εξουσία, που ορίζεται στο Α’ τμήμα του Συντάγματος, με τα άρθρα 1 και 2, είναι η μορφή του πολιτεύματος και η θεμελίωσή του στη λαϊκή κυριαρχία. Κάθε μορφή εξουσίας λοιπόν παραμένει νόμιμη, με την προϋπόθεση ότι ο Λαός παραμένει κυρίαρχος. Η υποκλοπή της λαϊκής κυριαρχίας, δια της επιβολής αντισυνταγματικών νόμων άρει αυτομάτως τη νομιμότητα της εξουσίας, ενεργοποιώντας το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής με κάθε μέσο.

Δύο είναι οι κύριες απόψεις για τη νομιμότητα της εξουσίας:

α) Η παραπλανητική των ΜΜΕ και των λαοπλάνων πολιτικών σύμφωνα με την οποία «κάθε κυβέρνηση που εκλέγεται νόμιμα, διατηρεί τη νομιμότητά της καθ’ όλη τη διάρκεια της τετραετίας». Σύμφωνα με αυτήν, οι βουλευτές δια της ψήφου, λαμβάνουν μία λευκή επιταγή για να τη χρησιμοποιήσουν ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Κανένας όρος δεν μπαίνει κατά τη διάρκεια της τετραετίας στη χρήση της λευκής επιταγής, αφού οι βουλευτές έχουν εξασφαλίσει την βουλευτική ασυλία. Έχουν κάθε δικαίωμα λοιπόν να χρησιμοποιήσουν την εθνική μας περιουσία όπως αυτοί επιθυμούν, να την κλέψουν, να την υποθηκεύσουν, να την εκποιήσουν και να καταθέσουν τα κλοπιμαία τους στις τράπεζες του εξωτερικού. Δικαιούνται να επιβάλλουν όποια ποινή επιθυμούν στους πολίτες που αντιδρούν, στερώντας τους βασικά δικαιώματα, ακόμη και αυτό της δυνατότητας επιβίωσης. Δικαιούνται να εξαρτήσουν την δικαστική εξουσία διορίζοντας δικούς τους ανθρώπους στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας όπου οι δίκες τελεσιδικούν, δικαιούνται την δωροδοκήσουν μέχρι και να την απειλήσουν. Δικαιούνται να μην λογοδοτούν σε κανέναν για τις πράξεις τους, και να εξαρτήσουν τα ΜΜΕ διαδίδοντας ψευδείς πληροφορίες. Αυτά εν ολίγοις.

β) Η δεύτερη άποψη για τη νομιμότητα της εξουσίας, είναι αυτή που ορίζεται σαφώς από το Σύνταγμα. Και συγκεκριμένα από το άρθρο 59, σύμφωνα με το οποίο ο βουλευτής δεν γίνεται νόμιμος εκπρόσωπος του λαού όταν λάβει την εξουσιοδότηση δια της ψήφου, αλλά όταν ορκιστεί ότι θα τηρεί τα καθήκοντά του, κυριότερο των οποίων είναι η πίστη στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, η υπακοή του στο Σύνταγμα και τους νόμους και η εκπλήρωση με ευσυνείδητο τρόπο των καθηκόντων του. Γεγονός που αποδεικνύει ότι κάθε φορά που παύει να υπακούει στο Σύνταγμα, δια της ψήφισης αντισυνταγματικών νόμων, χάνει την λαϊκή εξουσιοδότηση άρα και την νομιμότητα του βουλευτικού αξιώματος. Γι’ αυτό στη Δημοκρατία, όπως αυτή ορίζεται από τους δημιουργούς της, ο βουλευτής είναι ανακλητός.

Στην αληθινή Δημοκρατία, όπως αυτή ορίζεται από τους δημιουργούς της, ο βουλευτής είναι ανακλητός, διότι ο λαός ως κυρίαρχος, έχει δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να του στερήσει το δικαίωμα της εκπροσώπησής του. Ο βουλευτής όχι μόνον δεν δικαιούται ασυλία, αλλά είναι υπόλογος ανά πάσα στιγμή για τις πράξεις του στον Λαό και στα δικαστήρια.  Διότι το αίτημα της λευκής επιταγής κάτω από την προστασία της βουλευτικής ασυλίας, είναι η χειρότερη μορφή κατάχρησης εξουσίας που καθιστά τον ίδιο κυρίαρχο, υποκλέπτοντας από τον λαό την λαϊκή κυριαρχία. Η υποκλοπή της λαϊκής κυριαρχίας από τους εκπροσώπους του λαού, συνιστά την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος δια της βίας, ενεργοποιώντας το δικαίωμα των πολιτών να αντιδράσουν με κάθε μέσο.

Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος,  «Η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος..»  Κάθε φορά λοιπόν που η κυβέρνηση κατευθύνει την πολιτική της χώρας με αντισυνταγματικούς ορισμούς, χάνει τη νομιμότητά της ενεργοποιώντας το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής. Και σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 του Συντάγματος, κάθε εξουσία είναι νόμιμη, όταν πηγάζει από το Λαό, όταν υπάρχει υπέρ αυτού και του Έθνους και όταν ασκείται όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, κάθε εξουσία είναι νόμιμη, όταν και καθ’ όσο διάστημα ανταποκρίνεται στην πρωταρχική της υποχρέωση, που είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Κάθε φορά που ο σεβασμός αυτός ατονεί, λόγω μη ευσυνείδητης άσκησης των βουλευτικών καθηκόντων, εκ της οποίας η προστασία της αξίας του ανθρώπου καθίσταται δυσχερής ή ακόμη και αδύνατη, η κυβέρνηση χάνει τη νομιμότητά της ενεργοποιώντας το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής με στόχο την ακύρωση των αντισυνταγματικών νόμων, την ανάκληση των μη ευσυνείδητων βουλευτών, την υποχρέωσή τους να δώσουν εξηγήσεις και να δικαστούν για τις ποινικές παραβάσεις τους. Επειδή το Σύνταγμά μας δια της βουλευτικής ασυλίας αποτρέπει τη δυνατότητα εκτόνωσης του προβλήματος, ενός προβλήματος που συνιστά κατάλυση της δημοκρατίας, τίθεται το εύλογο ερώτημα: Πώς μπορεί να οχυρωθεί η δημοκρατία από τον κίνδυνο να καταχραστούν την εξουσία οι αντιπρόσωποι του λαού;

Το σημερινό δημοκρατικό πολίτευμα έχει αλλοιωθεί, χάνοντας τις δικλείδες ασφαλείας που του προσφέρουν τη δυνατότητα οχύρωσης από τους καταχραστές της εξουσίας. Με αποτέλεσμα η λαϊκή κυριαρχία να έχει μετατραπεί σε κυριαρχία των βουλευτών, των δικαστών και των κρατικών λειτουργών. Δεν έχουμε λοιπόν δημοκρατία, απλώς διατηρούνται τα προσχήματα, για λόγους δημοτικότητας και τηλεθέασης.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο μόνος τρόπος διεκδίκησης του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι η ενεργοποίηση του δικαιώματος της αντίστασης με κάθε μέσο, που απορρέει από την ακροτελευταία διάταξη του Συντάγματός μας, συνιστώντας το γεγονός της πολιτικής ανυπακοής. Μιας ανυπακοής που σε καμιά περίπτωση δεν θα έπρεπε να συγχυστεί με την αναρχία, καθώς στρέφεται σαφέστατα εναντίον των καταχραστών της εξουσίας, διατηρώντας όμως τον Απόλυτο σεβασμό προς το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό.

ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΧΡΑΣΤΩΝ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Επαναθέτω ένα ερώτημα που έχει επανειλημμένα απαντηθεί, ενδέχεται όμως οι απαντήσεις μου να αγνοηθούν, από ανθρώπους που λόγω εσκεμμένης ασυνειδησίας θα θεωρήσουν ότι η αμφισβήτηση των άρθρων που ορίζουν το δικαίωμα της βουλευτικής ασυλίας, αποτελούν ένδειξη μη σεβασμού προς το Σύνταγμα. Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι τα άρθρα αυτά αμφισβητούνται διότι αποτελούν προσθήκες με στόχο την κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας, όπως αυτή ορίζεται από το τμήμα Α του Συντάγματος, στα άρθα 1 και 2, τα οποία δεν επιδέχονται κριτική και  αναθεώρηση. Αναθεωρήσεις και προσθήκες λοιπόν που έρχονται σε αντίφαση με τα άρθρα αυτά, δικαίως θεωρούνται αντισυνταγματικές, διότι στοχεύουν στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Διότι η ασυλία ανήκει στον κυρίαρχο Λαό και όχι στους εκπροσώπους του που ορκίζονται ότι θα τον υπηρετούν, αναλαμβάνοντας σοβαρότατες ευθύνες για τις οποίες ανά πάσα στιγμή είναι υπόλογοι.

Μία δεύτερη άποψη που τίθεται υπέρ της βουλευτικής ασυλίας βασίζεται στο γεγονός ότι αυτή υπάρχει στα συντάγματα πολλών χωρών της Δύσης, υποτίθεται δημοκρατικών, με την αιτιολογία ότι διαφορετικά μία χώρα δεν θα μπορούσε να κυβερνηθεί, λόγω της έντονης ποινικοποίησης των καταχραστών της εξουσίας. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Είναι δυνατόν μια χώρα να κυβερνηθεί δημοκρατικά, από καταχραστές της εξουσίας που κλέβουν τον λαό, που δεν λογοδοτούν για τις πράξεις τους και παραβιάζουνε συνειδητά και κατ’ εξακολούθησιν το Σύνταγμα; Η απάντηση είναι ναι, είναι δυνατόν να κυβερνηθεί, αλλά όχι δημοκρατικά, είναι δυνατόν συνεπώς να κυβερνηθεί αδιαφορώντας για την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, που είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Όπως καλή ώρα στις μέρες μας, κυβερνιέται όχι μόνον η χώρα μας, αλλά οι περισσότερες χώρες του κάποτε πολιτισμένου κόσμου.

Μία τρίτη δικαιολογία των καταχραστών της εξουσίας και εχθρών του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι ότι η σύνταξη, ψήφιση και επιβολή αντισυνταγματικών νόμων, γίνεται προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η γνωστή δικαιολογία του κάθε δικτάτορα, η οποία καλύπτει, ακόμη και το γεγονός της οριστικής κατάργησης του συντάγματος. Πώς ορίζεται όμως το δημόσιο συμφέρον;

Είναι λογικό, να εκλάβουμε ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Πρώτον αυτού, και εν συνεχεία την εξυπηρέτηση των επί μέρους ιδιοτελών συμφερόντων. Η εξυπηρέτηση των δανειστών μας για παράδειγμα, αποτελεί ένα επί μέρους ιδιοτελές συμφέρον. Το ίδιο και η προστασία των τραπεζών. Το ίδιο και οι αναδρομικές αυξήσεις των δικαστών. Το ίδιο και η δανειοδότηση του mega channel, που φροντίζει για την προστασία των εξουσιαστών, όχι όμως και για την προστασία της αξίας του ανθρώπου εν γένει.

Το Σύνταγμά μας ορίζεται σαφέστατα, την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, θέτοντάς την ως «πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας στην παρ. 1 του 2ου άρθρου του: Δημόσιο συμφέρον, είναι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου». (Συμπερασματικά, διότι δεν είναι δυνατόν η πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, να είναι άλλη από την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Άλλωστε, στο σύνολό του το Σύνταγμά μας είναι ανθρωποκεντρικό, όπως ο αρχαιοελληνικός και ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός)

Ορίζοντας την έννοια της αξίας του ανθρώπου, μπορούμε να ορίσουμε σαφέστερα και την έννοια του δημοσίου συμφέροντος ως εξής: Σύμφωνα με την κλασσική φιλοσοφία, αλλά και όλες τις φιλοσοφίες γενικότερα, ο άνθρωπος είναι μια τρισυπόστατη οντότητα, αποτελούμενη από σώμα, πνεύμα και ψυχή. Ορίζοντας λοιπόν την αξία του, αναφερόμαστε στη σωματική, πνευματική και ψυχική του αξία.

Ο σεβασμός και η προστασία της σωματικής μας αξίας, ως πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, μας παρέχει το δικαίωμα στην εργασία και την ανεύρεση τροφής. Δεν ζητούμε τίποτα από την Πολιτεία, όταν τα οικονομικά της δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές μας βιοτικές ανάγκες. Δικαιολογημένα όμως, ζητούμε να σεβαστεί το δικαίωμα της επιβίωσης, παύοντας να το περιορίζει με ένα πλήθος νομοθετημάτων που απαιτούν ειδικές άδειες επί πληρωμή, ακόμη και για την αναπνοή! Συγκεκριμένα, τέλη κυκλοφορίας, διόδια και φόρο καυσίμου για το δικαίωμα μετακίνησης προς εξεύρεση εργασίας και τροφής, με εξοντωτικές ποινές που ζητούν την κεφαλή επί πίνακι σε περίπτωση αδυναμίας εξεύρεσης χρημάτων για την αποπληρωμή τους. Τέλος επιτηδεύματος για το δικαίωμα στην εργασία, και χαράτσι για το δικαίωμα χρήσης της πρώτης κατοικίας που κατά το σύνταγμα αποτελεί άσυλο. Υποχρεωτική πληρωμή φόρων ακόμη και από τους ανέργους, που διαθέτουν πρώτη κατοικία, παιδιά και αυτοκίνητο. Ποινικοποίηση της ζωής, της τεκνοποίησης, της διαμονής σε κατοικία, της εργασίας και της μετακίνησης. Και σύντομα, ποινικοποίηση της καλλιέργειας λαχανόκηπου για ιδιωτική χρήση, και συλλογής ακόμη και του βρόχινου νερού σύμφωνα με τον ήδη ψηφισμένο Κώδικα Alimentarious.

Ο σεβασμός και η προστασία της πνευματικής μας αξίας, ως πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, μας παρέχει το δικαίωμα της δημιουργικής κριτικής σκέψης, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην χάραξη της γενικότερης πολιτικής. Όταν η δυνατότητα παρέμβασης στην δημόσια ζωή, περιορίζεται ασφυκτικά στη δυνατότητα εκλογής ενός αντιπροσώπου ανά τετραετία, ο οποίος δια ψευδών υποσχέσεων λαμβάνει μια λευκή επιταγή και το δικαίωμα να μας εκμεταλλευτεί σύμφωνα με τα τρελότερα όνειρά του, ο σεβασμός της πνευματικής μας αξίας κατεβαίνει στο μηδέν. Αφού ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, ο σεβασμός του πνεύματος των πολιτών πρέπει να παίζει κυρίαρχο ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Οι πολίτες πρέπει να έχουν το δικαίωμα παρεμβάσεων στις αποφάσεις του κράτους, ώστε να δύνανται τουλάχιστον οι ίδιοι να προστατεύσουν την αξία τους, όταν για την προστασία αυτή η Πολιτεία αδιαφορεί. Η δυνατότητα αυτή, αντλείται αυτοδικαίως δια της πολιτικής ανυπακοής, σε κάθε περίπτωση που η πολιτεία προσβάλλει όχι μόνον το δικαίωμα στη ζωή αλλά και τη νοημοσύνη μας.
Επειδή ο σεβασμός και η προστασία της ψυχικής μας αξίας, βρίσκει τους εξουσιαστές παντελώς άσχετους, στο θέμα αυτό δεν θα αναφερθώ καν. Διεκδικώ όμως το δικαίωμα που μου παρέχει το Σύνταγμα, σεβόμενος την Ψυχική μου αξία, να πράξω όσα απαιτούνται, ώστε να διατηρήσω την ψυχική μου υγεία και ισορροπία.

Η ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ, ΩΣ ΕΝΑ ΔΗΜΑΓΩΓΙΚΟ ΑΛΛΟΘΙ.

Παρ’ όλο που τα οικονομικά συμφέροντα της Πολιτείας, αποτελούν μέρος μόνον του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος, οι καταχραστές της εξουσίας θέτουν αυτά ως πρωταρχικά, υποκαθιστώντας κατά παράβασιν του Συντάγματος (άρθρο 2 παρ. 1) την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας, που είναι ο σεβασμός και η προστασία της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής αξίας του ανθρώπου. Με τη δικαιολογία ότι δίχως τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους η προστασία της αξίας του ανθρώπου θα καταστεί αδύνατη.

Η αλήθεια είναι ότι η εξεύρεση πόρων μπορεί να επιτευχθεί με την ενθάρρυνση της εργασίας και όχι με κατασταλτικούς νόμους που φθάνουν ως την απαγόρευσή της. Στην προκειμένη περίπτωση, η αδυναμία πληρωμής από πλευράς των πολιτών των τελών κυκλοφορίας, οδηγεί δια της επιβολής αντισυνταγματικών διατάξεων στην αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας και κατά συνέπεια στην αδυναμία πρόσβασης στον χώρο εργασίας. Παρομοίως, η αδυναμία πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, οδηγεί στο κλείσιμο της επιχείρησης και κατά συνέπεια στην απαγόρευση του δικαιώματος της εργασίας. Δια των αντισυνταγματικών αυτών καταναγκασμών της κυβέρνησης, περιορίζεται παντελώς η ήδη περιορισμένη δυνατότητα εύρεσης χρημάτων προς πληρωμή των τελών, με αποτέλεσμα να οδηγείται από το κακό στο χειρότερο η ήδη χρεωκοπημένη οικονομία της χώρας μας.

Ο μόνος τρόπος λοιπόν οικονομικής ανάπτυξης, σε καθεστώτα παράλογης και εξοντωτικής βίας, είναι η πολιτική ανυπακοή των πολιτών, που θα αποφασίσουν παράνομα μεν, συνταγματικά δε, να διεκδικήσουν το δικαίωμα στην εργασία, κυκλοφορώντας ακόμη και δίχως άδειες κυκλοφορίες (αφού αυτές έχουν κατασχεθεί από το κράτος) και εργαζόμενοι δίχως άδειες εργασίας, αφού και αυτές έχουν επίσης κατασχεθεί. Ωθούμενοι προς μία πράξη που φαίνεται λογική, αν δεχθούμε ότι ο μόνος τρόπος εξεύρεσης πόρων είναι η εργασία, εν αντιθέσει με τις απόψεις των πολιτικών μας, που θεωρούν ότι ο μόνος τρόπος εξεύρεσης πόρων είναι η υποθήκευση της περιουσίας μας και ο δανεισμός.

Αν λάβουμε υπόψη ότι το Σύνταγμα φροντίζει, να προστατεύει την αξία του ανθρώπου εξυπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον, δια της παροχής δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, το δικαίωμα της εργασίας, το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, καταλαβαίνουμε ότι οι περιορισμοί αυτών των δικαιωμάτων βλάπτουν το δημόσιο συμφέρον, ενώ η διεκδίκησή τους από τους πολίτες έστω και δια της πολιτικής ανυπακοής, το εξυπηρετεί.

Στο ερώτημα, τί θα γίνει, αν οι πολίτες δια της ανυπακοής, πάψουν να πληρώνουν τα τέλη και τους φόρους, απαντώ, ότι θα αναγκαστεί επιτέλους το κράτος να διεκδικεί τους φόρους με τρόπο συνταγματικό, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας την οποία προς το παρόν αγνοεί. Και αντερωτώ: Τι θα γίνει αν δια της παρούσας αντισυνταγματικής  πολιτικής, οι περισσότεροι πολίτες χάσουν το δικαίωμα της μετακίνησης, της εργασίας, της στέγης και της διατροφής;


Είναι εμφανές ότι η ταύτιση του δημοσίου συμφέροντος με το οικονομικό, τέθηκε ως μια δημαγωγική δικαιολογία, για την εκτροπή της βασικής υποχρέωσης της Πολιτείας, που είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου. Μια εκτροπή που οδήγησε σταδιακά προς την γενικότερη εκτροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η υποκατάσταση του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος από το οικονομικό, δεν στόχευε ακριβώς στην βελτίωση της οικονομίας αλλά στην εύρεση ενός δημαγωγικού άλλοθι για την εκτροπή του Συντάγματος. Και πώς έγιναν πιστευτοί; Είναι δυνατόν οι ορισμοί του Συντάγματος να μην προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον και να το προστατεύουν οι σημερινοί πολιτικοί που κατάκλεψαν τη χώρα οδηγώντας την στην πτώχευση;